Αποθαρρυντικά είναι τα συμπεράσματα αναφορικά με την αποτίμηση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, των τριήμερων εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν από τις 19 ώς τις 21 Ιουνίου στη Λέρο. Εχουν περάσει 25 χρόνια από τη δημοσιοποίηση των εικόνων φρίκης του κολαστήριου της Λέρου, που αποτέλεσε την απαρχή της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας, και το συμπέρασμα είναι απολύτως σαφές: Ο ριζικός μετασχηματισμός του ψυχιατρικού θεσμού επιχειρήθηκε, αλλά έμεινε ανολοκλήρωτος. Ισως τώρα, σ’ αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, να χρειάζεται να ξαναεπιχειρηθεί, με στόχο αυτή τη φορά το εγχείρημα να είναι περισσότερο ολοκληρωμένο και πετυχημένο.
1958-1981: Το ζοφερό παρελθόν
Τα οχηματαγωγά πλοία -τα σύγχρονα πλοία των τρελών- μεταφέρουν αρχικά ομάδες των 40-50 ατόμων. Από το 1965 οι μεταφερόμενοι αυξάνονται σε 250-400 άτομα, καθένα εκ των οποίων φέρει ένα διακριτικό νούμερο, το οποίο αντιστοιχεί σε ένα ονοματεπώνυμο. Πολλά από τα νούμερα χάνονται κατά τη μεταφορά. Ετσι υπάρχουν ασθενείς χωρίς όνομα που δεν μπορούσε να γίνει ταυτοποίηση των στοιχείων τους και λέγονταν «Ανώνυμοι» ή «Αγνώστου».
Κριτήριο για την επιλογή ενός ασθενή, ώστε να μεταφερθεί στην Αποικία της Λέρου, ήταν περισσότερο τα κοινωνικά κι όχι τα ψυχιατρικά ή ιατρικά χαρακτηριστικά του. Βασικό, επίσης, κριτήριο ήταν και η αδιαφορία της οικογένειάς του -για ένα ή δύο χρόνια- που του έδινε τον χαρακτηρισμό του «ανίατου-αζήτητου».
Η «Αποικία» που το 1965 μετονομάστηκε σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Λέρου, ξεκίνησε με δύναμη 650 κλινών (το 1958) που βαθμιαία έφτασε τις 2.750 (το 1981). Το 1965 είναι η χρονιά με τις περισσότερες διακομιδές (900), έτος «εκκαθάρισης» των ελληνικών ψυχιατρείων από τα κοινωνικά «αζήτητα» άτομα ή από τα ψυχιατρικά «βαριά περιστατικά».
Οι ασθενείς φτάνουν να διαβιούν στις πλέον ακραίες μορφές ιδρυματικής ζωής μέσα σε στρατώνες, σε τμήματα των 90-180 ατόμων. Στο 11ο περίπτερο ζούσαν 1.100 ασθενείς ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς προσωπικό χώρο και χρόνο. Επικρατούσε παντού φτώχεια: σε προσωπικές σχέσεις, σε προσωπική ταυτότητα, σε προοπτική, σε συναισθήματα και επιθυμίες. Και βία, είτε από φόβο και άγνοια από την πλευρά του προσωπικού είτε από αντίδραση και αντίσταση από την πλευρά των ασθενών.
Περίπου 4.500 άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας και με σοβαρά προβλήματα νοητικής στέρησης μεταφέρθηκαν στη Λέρο από το 1958 έως το 1981. Το 60% του νησιού ζούσε άμεσα (ως εργαζόμενοι μέσα) ή έμμεσα (ως προμηθευτές απ’ έξω) από το ψυχιατρείο. Για πολλά χρόνια υπήρχαν μόνον ένας ή δύο ψυχίατροι, ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό είχε αποκλειστικά φυλακτικό ρόλο χωρίς καμία εκπαίδευση ή ειδίκευση. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν όλοι μαζί να βουλιάζουν καθημερινά στο χωνευτήρι του ασύλου και να εντείνεται ο ιδρυματισμός τόσο των εργαζομένων όσο και των εγκλείστων.
2015: Ο μύθος του Σίσυφου
Κριτήριο για την επιλογή ενός ασθενή, ώστε να μεταφερθεί στην Αποικία της Λέρου, ήταν περισσότερο τα κοινωνικά κι όχι τα ψυχιατρικά ή ιατρικά χαρακτηριστικά του. Βασικό, επίσης, κριτήριο ήταν και η αδιαφορία της οικογένειάς του -για ένα ή δύο χρόνια- που του έδινε τον χαρακτηρισμό του «ανίατου-αζήτητου».
Η «Αποικία» που το 1965 μετονομάστηκε σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Λέρου, ξεκίνησε με δύναμη 650 κλινών (το 1958) που βαθμιαία έφτασε τις 2.750 (το 1981). Το 1965 είναι η χρονιά με τις περισσότερες διακομιδές (900), έτος «εκκαθάρισης» των ελληνικών ψυχιατρείων από τα κοινωνικά «αζήτητα» άτομα ή από τα ψυχιατρικά «βαριά περιστατικά».
Οι ασθενείς φτάνουν να διαβιούν στις πλέον ακραίες μορφές ιδρυματικής ζωής μέσα σε στρατώνες, σε τμήματα των 90-180 ατόμων. Στο 11ο περίπτερο ζούσαν 1.100 ασθενείς ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς προσωπικό χώρο και χρόνο. Επικρατούσε παντού φτώχεια: σε προσωπικές σχέσεις, σε προσωπική ταυτότητα, σε προοπτική, σε συναισθήματα και επιθυμίες. Και βία, είτε από φόβο και άγνοια από την πλευρά του προσωπικού είτε από αντίδραση και αντίσταση από την πλευρά των ασθενών.
Περίπου 4.500 άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας και με σοβαρά προβλήματα νοητικής στέρησης μεταφέρθηκαν στη Λέρο από το 1958 έως το 1981. Το 60% του νησιού ζούσε άμεσα (ως εργαζόμενοι μέσα) ή έμμεσα (ως προμηθευτές απ’ έξω) από το ψυχιατρείο. Για πολλά χρόνια υπήρχαν μόνον ένας ή δύο ψυχίατροι, ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό είχε αποκλειστικά φυλακτικό ρόλο χωρίς καμία εκπαίδευση ή ειδίκευση. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν όλοι μαζί να βουλιάζουν καθημερινά στο χωνευτήρι του ασύλου και να εντείνεται ο ιδρυματισμός τόσο των εργαζομένων όσο και των εγκλείστων.
2015: Ο μύθος του Σίσυφου
«Γυρνάω στη Λέρο τού σήμερα όπου τα πάντα είναι σιωπηρά και «ομαλοποιημένα»». Και αυτό που μένει τελικά είναι η συντήρηση και ο καινούργιος ιδρυματισμός που μπαίνει στον χώρο του ψυχιατρείου και στις καινούργιες δομές. Τώρα αυτό που έχει απομείνει είναι ένα «υπόλοιπο»», λέει ο Γιάννης Λουκάς, διευθυντής ψυχίατρος του Κ.Θ-Κ.Υ Λέρου, το οποίο κλείνει για τα νέα περιστατικά, λόγω υποχρηματοδότησης-υποστελέχωσης, αφήνοντας τα Δωδεκάνησα ακάλυπτα. Ο ίδιος μαζί με τον Κώστα Μπαϊρακτάρη, καθηγητή Ψυχιατρικής ΑΠΘ, και τον Θόδωρο Μεγαλοοικονόμου, διευθυντή ψυχίατρο ΨΝΑ Δαφνί -μέλη της ομάδας της Λέρου, των πρωτεργατών του κινήματος-, μίλησαν στην «Εφ.Συν.» από τη Λέρο για μια μεταρρύθμιση σε τέλμα.
Οταν δεν αναγνωρίζεται η κοινωνική διάσταση της ψυχικής ασθένειας, δεν μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική διάσταση της περίθαλψης. Αυτό έχει αποτέλεσμα τις απαράδεκτες παροχές φροντίδας, τους εγκλεισμούς, τους αποκλεισμούς κ.λπ., αντί για την αποκατάσταση, με τη δυνατότητα εξάσκησης όλων των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, επισημαίνουν. Το αποτέλεσμα είναι -εξηγεί ο Γ. Λουκάς- «νέοι άνθρωποι να βρίσκονται ξανά στο ψυχιατρείο, για μια καινούργια διαδρομή σε ένα ιδρυματικό περιβάλλον, που το τέλος της δεν θα διαφέρει από τις χιλιάδες διαδρομές χρόνιων ασθενών, που προσπαθήσαμε να σβήσουμε σε μια σισύφεια προσπάθεια τα τελευταία χρόνια. Και δεν είναι δυνατό σήμερα, με ό,τι έχει προηγηθεί, η απάντηση να είναι ξανά η Λέρος».
Η ψυχιατρική κοινότητα, σημειώνει ο Θ. Μεγαλοοικονόμου, «λειτουργεί ως εάν η “Λέρος” (το προϊόν του ψυχιατρικού της παραδείγματος, δηλαδή) να μην υπήρξε ποτέ, ή, ως εάν να είναι μια μακρινή ανάμνηση, θαμμένη κάπου παλιά στην Ιστορία». Και συνεχίζει χωρίς κανένα φραγμό, ως αυτονόητες, τις ίδιες πρακτικές που οδήγησαν στη δημιουργία της Αποικίας Ψυχασθενών Λέρου, «παράγοντας διαρκώς αντίστοιχες καταστάσεις, που σήμερα έχουν απλώς άλλη μορφή: το όργιο των μηχανικών καθηλώσεων και των προκαλούμενων θανάτων από αυτές, των βίαιων εξιτηρίων, την εγκατάλειψη των ασθενών χωρίς καμιά φροντίδα (συχνά στους δρόμους) και των οικογενειών χωρίς καμιά στήριξη, τον μονόδρομο του ψυχοφάρμακου, την απόρριψη του λόγου, της υποκειμενικότητας και των δικαιωμάτων του ψυχικά πάσχοντος κ.ο.κ.».
Βολεύει πολλούς -επισημαίνουν οι συνομιλητές μας- να συνδέουν και να ταυτίζουν τη Λέρο με τις φωτογραφίες από το ψυχιατρείο της εποχής, που υπάρχουν και εντυπωσιάζουν ή τρομάζουν, και όχι με αυτό που οι φωτογραφίες απεικόνιζαν πραγματικά: «Οχι ένας τόπος, αλλά ένας τρόπος», ένας τρόπος λειτουργίας της κυρίαρχης ψυχιατρικής που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε σε έναν τόπο. Και, προπαντός, μη αναφερόμενοι ποτέ στο πώς όλο αυτό έγινε δυνατό ν’ αλλάξει.
Η αλλαγή
Στη Λέρο έγινε ριζικός μετασχηματισμός και αποδόμηση μιας σειράς θέσφατων και κατασκευών της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους επιτεύχθηκε και η παραδοχή του αντιθεραπευτικού ρόλου των ασύλων. «Η Λέρος μάς βοήθησε να καταλάβουμε ότι μέσα από μια συνολική θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης υπάρχει προοπτική και είναι δυνατή μια θεραπευτική προσέγγιση που δεν θα συρρικνώνεται στην κατασκευή μιας νοσολογικής οντότητας και δεν θα απαιτεί να εξαντλείται σε κώδικες, πρωτόκολλα, συμπτώματα και διαγνώσεις.
«Αν θέλει η ψυχιατρική πράξη να είναι θεραπευτική, θα πρέπει να επανακτήσει την ικανότητα της απευθείας συνάντησής της με την ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή, και να εστιάσει στις άπειρες δυνατότητες που δημιουργούνται μέσα από τη “συνάντηση” δύο προσώπων, δύο ιστοριών, δύο ανθρώπων», τονίζει ο Γ. Λουκάς.
Η τριήμερη συνάντηση στη Λέρο δεν είναι και δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να εκληφθεί ως απλώς μια συνάντηση μνήμης. Σε αυτό συμφώνησαν όλοι όσοι επέστρεψαν στη Λέρο, το περασμένο τριήμερο. Είναι μια ευκαιρία να έλθει ξανά στο προσκήνιο η εμπειρία και να εμπνεύσει για το μέλλον. Διότι η ψυχιατρική μεταρρύθμιση εγκαταλείφθηκε. Εχουμε επιστρέψει στον νεοϊδρυματισμό, όπως λέει ο Γ. Λουκάς, «αφού δεν έχουμε την ετοιμότητα να απαντήσουμε στις ανάγκες του ανθρώπου μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο και η μόνη πρόταση είναι το ψυχιατρείο». Και «τώρα απαιτείται πάλι σισύφεια προσπάθεια για την αποϊδρυματοποίησή μας».
Οι «μπαρουτοκαπνισμένοι» στο περιθώριο
Οι άνθρωποι του κινήματος της Λέρου συνέχισαν να εφαρμόζουν, όπου εργάστηκαν μετά τη Λέρο, την αποδόμηση, στην πράξη, του εγκλεισμού, κατ’ αρχάς στις πιο ορατές και περιοριστικές μορφές του, όπως είναι οι κλειδωμένες πόρτες και οι μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις, σηματοδοτώντας διαχρονικά οιονεί ορατές παραφωνίες και συνεχίζοντας να λαμβάνουν και τις ανάλογες απαντήσεις και στάσεις από όλες τις βαθμίδες των κατεστημένων εξουσιών εντός του ψυχιατρείου. Κι είναι εντυπωσιακό πως διαχρονικά ουδέποτε ζητήθηκε η εμπειρία των ανθρώπων αυτών από τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Υγείας για χάρη της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Αντ’ αυτών των «μπαρουτοκαπνισμένων», όπως τους αποκαλεί ο Γιάννης Λουκάς, γιατρών που έχουν δουλέψει χρόνια μέσα στο ψυχιατρείο, προτιμούνται άνθρωποι αξιόλογοι θεωρητικοί, που δεν λέρωσαν ποτέ όμως τα χέρια τους...
Οταν δεν αναγνωρίζεται η κοινωνική διάσταση της ψυχικής ασθένειας, δεν μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική διάσταση της περίθαλψης. Αυτό έχει αποτέλεσμα τις απαράδεκτες παροχές φροντίδας, τους εγκλεισμούς, τους αποκλεισμούς κ.λπ., αντί για την αποκατάσταση, με τη δυνατότητα εξάσκησης όλων των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, επισημαίνουν. Το αποτέλεσμα είναι -εξηγεί ο Γ. Λουκάς- «νέοι άνθρωποι να βρίσκονται ξανά στο ψυχιατρείο, για μια καινούργια διαδρομή σε ένα ιδρυματικό περιβάλλον, που το τέλος της δεν θα διαφέρει από τις χιλιάδες διαδρομές χρόνιων ασθενών, που προσπαθήσαμε να σβήσουμε σε μια σισύφεια προσπάθεια τα τελευταία χρόνια. Και δεν είναι δυνατό σήμερα, με ό,τι έχει προηγηθεί, η απάντηση να είναι ξανά η Λέρος».
Η ψυχιατρική κοινότητα, σημειώνει ο Θ. Μεγαλοοικονόμου, «λειτουργεί ως εάν η “Λέρος” (το προϊόν του ψυχιατρικού της παραδείγματος, δηλαδή) να μην υπήρξε ποτέ, ή, ως εάν να είναι μια μακρινή ανάμνηση, θαμμένη κάπου παλιά στην Ιστορία». Και συνεχίζει χωρίς κανένα φραγμό, ως αυτονόητες, τις ίδιες πρακτικές που οδήγησαν στη δημιουργία της Αποικίας Ψυχασθενών Λέρου, «παράγοντας διαρκώς αντίστοιχες καταστάσεις, που σήμερα έχουν απλώς άλλη μορφή: το όργιο των μηχανικών καθηλώσεων και των προκαλούμενων θανάτων από αυτές, των βίαιων εξιτηρίων, την εγκατάλειψη των ασθενών χωρίς καμιά φροντίδα (συχνά στους δρόμους) και των οικογενειών χωρίς καμιά στήριξη, τον μονόδρομο του ψυχοφάρμακου, την απόρριψη του λόγου, της υποκειμενικότητας και των δικαιωμάτων του ψυχικά πάσχοντος κ.ο.κ.».
Βολεύει πολλούς -επισημαίνουν οι συνομιλητές μας- να συνδέουν και να ταυτίζουν τη Λέρο με τις φωτογραφίες από το ψυχιατρείο της εποχής, που υπάρχουν και εντυπωσιάζουν ή τρομάζουν, και όχι με αυτό που οι φωτογραφίες απεικόνιζαν πραγματικά: «Οχι ένας τόπος, αλλά ένας τρόπος», ένας τρόπος λειτουργίας της κυρίαρχης ψυχιατρικής που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε σε έναν τόπο. Και, προπαντός, μη αναφερόμενοι ποτέ στο πώς όλο αυτό έγινε δυνατό ν’ αλλάξει.
Η αλλαγή
Στη Λέρο έγινε ριζικός μετασχηματισμός και αποδόμηση μιας σειράς θέσφατων και κατασκευών της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους επιτεύχθηκε και η παραδοχή του αντιθεραπευτικού ρόλου των ασύλων. «Η Λέρος μάς βοήθησε να καταλάβουμε ότι μέσα από μια συνολική θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης υπάρχει προοπτική και είναι δυνατή μια θεραπευτική προσέγγιση που δεν θα συρρικνώνεται στην κατασκευή μιας νοσολογικής οντότητας και δεν θα απαιτεί να εξαντλείται σε κώδικες, πρωτόκολλα, συμπτώματα και διαγνώσεις.
«Αν θέλει η ψυχιατρική πράξη να είναι θεραπευτική, θα πρέπει να επανακτήσει την ικανότητα της απευθείας συνάντησής της με την ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή, και να εστιάσει στις άπειρες δυνατότητες που δημιουργούνται μέσα από τη “συνάντηση” δύο προσώπων, δύο ιστοριών, δύο ανθρώπων», τονίζει ο Γ. Λουκάς.
Η τριήμερη συνάντηση στη Λέρο δεν είναι και δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να εκληφθεί ως απλώς μια συνάντηση μνήμης. Σε αυτό συμφώνησαν όλοι όσοι επέστρεψαν στη Λέρο, το περασμένο τριήμερο. Είναι μια ευκαιρία να έλθει ξανά στο προσκήνιο η εμπειρία και να εμπνεύσει για το μέλλον. Διότι η ψυχιατρική μεταρρύθμιση εγκαταλείφθηκε. Εχουμε επιστρέψει στον νεοϊδρυματισμό, όπως λέει ο Γ. Λουκάς, «αφού δεν έχουμε την ετοιμότητα να απαντήσουμε στις ανάγκες του ανθρώπου μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο και η μόνη πρόταση είναι το ψυχιατρείο». Και «τώρα απαιτείται πάλι σισύφεια προσπάθεια για την αποϊδρυματοποίησή μας».
Οι «μπαρουτοκαπνισμένοι» στο περιθώριο
Οι άνθρωποι του κινήματος της Λέρου συνέχισαν να εφαρμόζουν, όπου εργάστηκαν μετά τη Λέρο, την αποδόμηση, στην πράξη, του εγκλεισμού, κατ’ αρχάς στις πιο ορατές και περιοριστικές μορφές του, όπως είναι οι κλειδωμένες πόρτες και οι μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις, σηματοδοτώντας διαχρονικά οιονεί ορατές παραφωνίες και συνεχίζοντας να λαμβάνουν και τις ανάλογες απαντήσεις και στάσεις από όλες τις βαθμίδες των κατεστημένων εξουσιών εντός του ψυχιατρείου. Κι είναι εντυπωσιακό πως διαχρονικά ουδέποτε ζητήθηκε η εμπειρία των ανθρώπων αυτών από τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Υγείας για χάρη της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Αντ’ αυτών των «μπαρουτοκαπνισμένων», όπως τους αποκαλεί ο Γιάννης Λουκάς, γιατρών που έχουν δουλέψει χρόνια μέσα στο ψυχιατρείο, προτιμούνται άνθρωποι αξιόλογοι θεωρητικοί, που δεν λέρωσαν ποτέ όμως τα χέρια τους...
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
Διαβάστε:
Βίντεο και φωτογραφίες από το ίδρυμα της Λέρου: