Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Franco Basaglia. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Franco Basaglia. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η πραγματικότητα και η ουτοπία του νόμου 180, χθες, σήμερα, αύριο. Συνέντευξη με την ψυχίατρο Assunta Signorelli

 
http://www.deistituzionalizzazione-trieste.it/
Η Assunta Signorelli, ψυχίατρος και φεμινίστρια, το 1971 ακολουθεί τον Franco Basaglia από την Parma στην Trieste και ζει σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες και τις διαδρομές που οδήγησαν στο κλείσιμο του ψυχιατρικού ασύλου και, στη συνέχεια, στο νόμο 180.

Δημοσιεύθηκε στο http://180gradi.org/2015/05/19/813/., 
μετάφραση από τα ιταλικά: Νίκος Γκιωνάκης

Ποια ήταν η πραγματικότητα και ποια η ουτοπία εκείνης της εποχής;

Η πραγματικότητα εκείνης της εποχής ήταν ενός κόσμου που αναρωτιόταν για το νόημα της ίδιας του της ύπαρξης και έθετε σε επερώτηση όλους τους θεσμούς, από το σχολείο, την υγεία, τις φυλακές, μέχρι και τον στρατό, τη δικαιοσύνη. Γεννιόντουσαν τότε κινήματα που έθεταν ως στόχο τους, όχι την καταστροφή αλλά την αλλαγή των θεσμών, για να τους καταστήσουν θεσμούς ‘στην υπηρεσία’ των προσώπων.

Όταν έφτασα στην Trieste είχα μια μεγάλη ουτοπία στο νου καθώς επίσης την επιθυμία να μπορέσω να μεταφράσω σε πρακτική δράση όσα ήταν τότε οι αρχές, που σήμερα όπως και τότε, μας φαίνονταν θεμελιώδεις. Αναφέρομαι στη δυνατότητα μετασχηματισμού των θεσμών σε αυτό που εκ της αποστολής τους έπρεπε να είναι: μια υπηρεσία στους πολίτες.

Οι θεσμοί καθ’ εαυτοί δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, είναι ένας τρόπος που η κοινωνία, τα πρόσωπα εκχωρούν με βάση την αμοιβαιότητα για να μπορούν να ζήσουν με σεβασμό ο ένας προς τον άλλο. Ακόμη και τα ψυχιατρικά άσυλα, παραδόξως, γεννιούνται με καλές προθέσεις: με την ιδέα να θεραπεύσουν. Αυτό που διαφοροποίησε έντονα την επερώτηση του ψυχιατρικού ασύλου ως ολοπαγούς ιδρύματος από τα άλλα κινήματα ήταν η αυθεντική ιδέα του Franco Basaglia να συνδέσει την ουτοπία του αγώνα ενάντια στους θεσμούς εξουσίας με μια μεταρρυθμιστική πρακτική «μέσα στα πράγματα». Πιστεύω ότι χρειάζεται μια ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο της σκέψης και ένας μετασχηματισμός της πρακτικής.

Πώς έγινε πράξη αυτή η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση;

Με μια άλλη μεγάλη αυθεντική ιδέα του Franco, που ήταν να μπει η ζωή, η κανονικότητά της, στο ψυχιατρικό άσυλο: στη ζωή είναι κανονικό να συναντιούνται οι άντρες και οι γυναίκες (και κατά συνέπεια το τέλος του διαχωρισμού βάσει φύλου), είναι κανονικό να μπαίνεις και να βγαίνεις (εξ ου το άνοιγμα των τμημάτων), στη ζωή είναι κανονικό να θυμώνεις, να νιώθεις άσχημα (και από εδώ η φροντίδα). Και πάνω απ’ όλα ήταν θεμελιώδους σημασίας η αναγνώριση των αστικών δικαιωμάτων. Ήταν το πρώτο βήμα. Να ξαναφτιάξεις τις ιστορίες αυτών των προσώπων, όχι για να γράψεις βιβλία όπως κάνουν συχνά οι ψυχίατροι αλλά έχοντας στόχο την ανάκτηση των αστικών δικαιωμάτων. Για να έχουν ένα δελτίο ταυτότητας, ώστε όποιος έχει δικαίωμα σύνταξης να μπορεί να την λαμβάνει. Οι εμπειρίες των ανοικτών κοινοτήτων που είχαμε δει στην Gorizia ή στην Αγγλία ήταν πάντως επίπλαστες σε σύγκριση με την κανονική ζωή. Με αυτό το πέρασμα, αντίθετα, πιστεύω ότι ξεκίνησαν όλα. Και από αυτό γεννήθηκε η αναγκαιότητα να φέρουμε τις υπηρεσίες στην κοινότητα, εκεί όπου γεννιέται η διαταραχή. Έτσι γεννήθηκαν τα πρώτα Κέντρα ψυχικής υγείας, μέσα από μια μεγάλη πολιτική και διοικητική δουλειά.

Παράλληλα με αυτό υπάρχει μια ιστορία, των γυναικών, που δεν κατορθώνουν ποτέ να είναι στην εξουσία, να επηρεάσουν τα πράγματα παρά μόνο εν κρυπτώ. Μια συζήτηση, για τις γυναίκες, που προέκυψε στο ψυχιατρείο ήδη με το θέμα των προφυλακτικών που ήταν απαγορευμένα. Ήταν όμως μια συζήτηση παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε όλους τους άλλους, σαν ένα υπόγειο ποτάμι: οι γυναίκες ήταν εκείνες που βίωναν διπλή καταπίεση εντός του ψυχιατρείου. Ήταν επίσης εκείνες χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε καταστεί δυνατή η χάραξη μιας διαδρομής μετά την ενεργοποίηση των «5 Α» που αποτελούν χαρακτηριστικό κυρίως των γυναικών: accoglienza (υποδοχή), ascolto (ακρόαση), accudimento (φροντίδα), abitat (κατοικία) και autonomia (αυτονομία). Η αυτονομία ιδίως πρέπει να αποτελεί τον τελικό σκοπό των υπηρεσιών φροντίδας, που πρέπει να είναι ένα δεκανίκι, χωρίς όμως να ιδιοποιούνται τη ζωή αυτών των ανθρώπων.

Τι έχει μείνει σήμερα από εκείνη την ουτοπία;

Πιστεύω ότι πολλά από τα στοιχεία που διεκδικούσαμε τότε ισχύουν ακόμη σήμερα: το εγγυημένο εισόδημα, η εργασία ως δικαίωμα και όχι ως καταπίεση, η μη εμπορευματοποιημένη εκπαίδευση και πολιτισμός, το δικαίωμα στη σεξουαλικότητα. Θεωρώ ότι όλα αυτά είναι θέματα πολύ επίκαιρα και ότι θα πρέπει να δοκιμάσουμε να ανατρέξουμε σε εκείνη την πορεία έχοντάς την ως οδηγό, κατανοώντας ότι η κοινωνική εργασία είναι πολιτική δουλειά και ως τέτοια πρέπει να αναζητά διαρκώς μια αναφορά στην πολιτική, στα πιο διαφορετικά κόμματα, για να μπορεί να τυγχάνει αναγνώρισης σε πολιτικό, νομοθετικό και θεσμικό επίπεδο.

Και ποια είναι, αντίθετα, η πραγματικότητα;


Σήμερα, όπως τότε, το ζήτημα είναι πάντα αυτό της εξουσίας. Ο Basaglia έρχεται επηρεασμένος από τον Foucault και η κριτική στην εξουσία των θεσμών από εκεί προέρχεται. Σήμερα παρατηρώ μια πλήρη αποσύνδεση ανάμεσα στη σκέψη και την πρακτική. Αν αυτό που γίνεται είναι να υφίστανται εγκλεισμό «για λόγους προστασίας» οι άνθρωποι, αν πολλαπλασιάζονται οι δομές διαμονής αντί των κοινοτικών υπηρεσιών, αν την εξουσία εξακολουθούν να την κατέχουν οι ίδιοι, τότε κάτι δεν πάει καλά. Πιστεύω ότι και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα μέσω της ανάθεσης έργων στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς υπήρξε ένα μεγάλο λάθος γιατί σήμερα βρισκόμαστε σε μια συνθήκη στην οποία οι συνεταιρισμοί λειτουργούν σε καθεστώς εκβιασμού. Θα έπρεπε αντίθετα να κατορθώσουμε να σταθούμε στη σύγκρουση, να κατανοήσουμε ότι όλες οι πραγματικότητες έχουν θετικά και αρνητικά και ότι ακόμη και οι καλύτερες θα χρειαστεί να μετασχηματιστούν. Σήμερα βλέπω ένα κλείσιμο της ψυχιατρικής, ειδικά της αριστεράς, σε ένα είδος αυταρέσκειας. Χάθηκε η συλλογική και συγκρουσιακή διάσταση. Όμως, αν δεν υπάρχει σύγκρουση και αντιπαράθεση, δεν πάμε μπροστά.

Θα ήθελα κάποιος να θέσει σε επερώτηση ακόμη και τις δικές μας ιδεολογίες, που, όπως έλεγε ο Σαρτρ, είναι ελευθερία όταν κατασκευάζονται, καταπίεση όταν έχουν κατασκευαστεί. Να τις έθετε σε επερώτηση από τη μεριά των αδύναμων υποκειμένων, υπερνικώντας το φόβο της σύγκρουσης, αφού πιστεύω πως το ότι δεν συμφωνούσαμε επέτρεψε στην Trieste να υπάρχει: ήμασταν όλοι τόσο διαφορετικοί και ακριβώς μέσα από τη σύνθεση των διαφορετικών δυνατοτήτων, στάσεων και πρακτικών κατέστη δυνατό το κλείσιμο του ψυχιατρείου.

Το ψυχιατρικό άσυλο έχει όμως κλείσει;


Πιστεύω ότι σβήσαμε το παρελθόν και αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο λάθος: αν δεν μάθουμε να διατρέχουμε τη διαδρομή που έχουμε διανύσει, όχι για να την ξανακάνουμε αλλά για να διαβάσουμε τους σημαντικούς της σταθμούς και να κατανοήσουμε, δεν μπορούμε να πάμε μπροστά.

Σήμερα το άσυλο ξαναπροτείνεται με διαφορετικό ένδυμα: τα Κέντρα Ταυτοποίησης και Απέλασης (Centri di Identificazione ed Espulsione για τους μετανάστες) είναι ψυχιατρικά άσυλα, για παράδειγμα, υπό την έννοια ότι πρόκειται για ολοπαγή ιδρύματα. Τα άσυλα εξακολουθούν να υφίστανται στις φυλακές, στα δικαστικά ψυχιατρικά νοσοκομεία, σε όλους εκείνους τους θεσμούς που δεν είναι προσβάσιμοι από έξω. Ακόμη και αυτός ο ίδιος ο νόμος για τα δικαστικά ψυχιατρικά νοσοκομεία είναι ένα σημάδι, κατ΄εμέ. Φοβάμαι ότι οι δομές που σύμφωνα με το νόμο θα υποκαθιστούν τα δικαστικά ψυχιατρικά νοσοκομεία σε πέντε χρόνια θα έχουν καταντήσει μικρά άσυλα χρονίων.

Έχουμε τη δυνατότητα και το καθήκον να κοιτάμε στο παρελθόν για να διατρέξουμε ξανά τους βασικούς κόμβους και να αλλάξουμε το παρόν. Εμείς που είμαστε οι πρωταγωνιστές των γεγονότων δεν έχουμε ίσως τη διαύγεια για να τους διαβάσουμε, το πολύ – πολύ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μια άποψη. Δεν είμαι κολλημένη στο παρελθόν, πιστεύω όμως ότι πρέπει να κατανοηθούν όλα όσα συνέβησαν και θα ήταν καλό να είχαμε μια συζήτηση με τους μάρτυρες, ενθυμούμενοι ότι είμαστε μάρτυρες και όχι θεματοφύλακες μιας Αλήθειας που δεν υπάρχει. Με λίγα λόγια, χωρίς να θεωρούμε τους εαυτούς μας αυθεντίες που δεν χωρούν αμφισβήτηση.
  
 

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Γιατί ο Basaglia εξακολουθεί να είναι επίκαιρος: Μια ανάλυση για την επιβίωση των “δικαστικών ψυχιατρείων”

 
Γιατί ο Basaglia εξακολουθεί να είναι επίκαιρος
Μια ανάλυση για την επιβίωση των “δικαστικών ψυχιατρείων”

του Pier Aldo Rovatti *


Συνήθως, για να κατευνάσουμε τη συνείδηση μας, σκεφτόμαστε πως η εποχή των ασύλων έχει πια τελειώσει. Σαν να πρόκειται για ένα χτες πολύ μακρινό, θυμόμαστε πιονέρους σαν τον Franco Basaglia, ο οποίος εγκατέλειψε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο για να πάει να διευθύνει το ψυχιατρείο της Gorizia: ανακάλυψε μια επίγεια κόλαση και τα συμπεράσματά του κατατέθηκαν σε κείμενα και εικόνες που έκαναν το γύρο του κόσμου - μέχρι και το αφηγηματικό ντοκουμέντο, που μετέδωσε η δημόσια τηλεόραση, λίγα χρόνια πριν. Ωστόσο, στο μυαλό των ανθρώπων, τα άσυλα είναι τώρα ένα κεφάλαιο που έκλεισε και ο Basaglia, με το νόμο 'του', του 1978, μετά από μια σχεδόν δεκαετία αντι-ιδρυματικών μαχών στην Τεργέστη, θα είχε σφραγίσει την οριστική εξαφάνισή τους. Βέβαια, δεν έκλεινε το κεφάλαιο για την ψυχική υγεία (στην πραγματικότητα άνοιγε πανηγυρικά), τα άσυλα, παρ' όλα αυτά, γίνονταν κάτι σαν μια κακή ανάμνηση.

Δεν είναι έτσι. Όχι μόνο επειδή η ασυλιακή πραγματικότητα στον κόσμο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά κι επειδή, παρ' όλα αυτά, στην ίδια μας τη χώρα σπαρακτικά επιβιώνει. Πάρτε μόνο το παράδειγμα των λεγόμενων 'δικαστικών ψυχιατρείων' (Ospedali psichiatrici giudiziari-Opg): όπως γνωρίζετε έπρεπε να έχουν καταργηθεί μέσα σ' αυτό το μήνα, αλλά έχει ήδη αποφασιστεί παράταση της λειτουργίας τους και υπάρχει μεγάλη αμφιβολία σχετικά με την μετατροπή τους σε 'προστατευόμενες κοινότητες'. Η προθεσμία - που δεν τηρήθηκε- έχει επιστήσει την προσοχή μας στο θέμα των σημαντικών πληροφοριών: στην ίδια αυτή εφημερίδα έχει παρουσιαστεί ένα ρεπορτάζ του Andriano Sofri που είχε καταφέρει να μπει στο Opg της Barcelona, της περιοχής Pozzo di Gotto (της Messina), να μιλήσει με τους εγκλείστους και να μας ξαναφέρει στο νου την εικόνα της κόλασης. Έτσι αναζωπυρώθηκαν ορισμένες κρίσιμες πτυχές, πληγές θεσμικές και πολιτιστικές, που απέχουν πολύ απ' το να επουλωθούν: η σχέση μεταξύ της ιδέας της «κοινωνικής επικινδυνότητας» και της ψυχικής διαταραχής, μια σύνδεση σαν κόμπος, φοβερή και διαρκής, μια έκδηλη επιβίωση ενός ζητήματος που ποτέ δεν λύθηκε, με όλη την πολιτική και κοινωνική του βαρβαρότητα. Είναι απαραίτητο, όμως, να δούμε εδώ πώς διαιωνίζεται η 'σταδιοδρομία' των εγκλείστων: μπαίνει κάποιος στην φυλακή-ψυχιατρείο για ήσσονος σημασίας επεισόδια (όπως π.χ. μια κλοπή, ένα βίαιο καυγά) και στη συνέχεια παραμένει επ' αόριστον, ίσως ακόμα εκεί και να πεθάνει (ή μέχρι ν' αποφασίσει να τελειώνει μόνος του) μέσα από μια διαδοχική σειρά επιβεβαιώσεων ότι αποτελεί μόνιμο κίνδυνο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Κυρίως εξαρτάται από την αδυναμία του να προσαρμοστεί στο καθεστώς της φυλάκισης (και να το συνηθίσει) και στη συμμόρφωση σε μια φαρμακολογική αγωγή, που χορηγείται με σκοπό την απλή καταστολή. Δεν υφίσταται πραγματική θεραπεία, κι έτσι, δεν υπάρχει καμία αποκατάσταση, ούτε θεραπευτική, ούτε κοινωνική. Τίποτα που να μοιάζει με ανάρρωση δεν συντελείται. Αν εξεγερθείς, επειδή πιστεύεις πως είσαι αντικείμενο μιας τρομακτικής αδικίας, η εξέγερσή σου θ' αποτελεί την απόδειξη ότι είσαι ακόμα 'κοινωνικά επικίνδυνος', κι΄ έτσι από δύο χρόνια ως δύο χρόνια, η 'κατάσταση' σου ως έγκλειστου θα επιβεβαιωθεί. Θα έλεγε κάποιος: ευτυχώς αυτά τα φαύλα δικαστικά ψυχιατρεία τα αφήνουμε στην άκρη. Όσον αφορά το θέμα αυτό, ωστόσο, συντρέχουν αρκετές δικαιολογημένες αμφιβολίες. Κανείς δεν ξέρει ακόμα τι θα πρέπει να είναι μια προστατευόμενη δομή, πού τέτοιες δομές θα προκύψουν, ποια θα πρέπει να είναι η διάρθρωση του ψυχιατρικού με το δικαστικό σύστημα και ποιοι θα «εισάγονται» εκεί εκτός απ' τους επιζώντες των δικαστικών ψυχιατρείων. Αν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι και μέσα σ' αυτά η ψυχιατρική (αλλά ποια;) θα έχει ένα πρωτεύοντα ρόλο, τίποτα δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι το ασυλικό στοιχείο και, ουσιαστικά, το πρόβλημα της επικινδυνότητας, ως διά μαγείας θα εξαφανιστεί. Είναι πιο εύκολο να υποθέσουμε το αντίθετο, ότι, δηλαδή, η ασυλιακή κουλτούρα θα μπορεί να βρει εδώ ένα περαιτέρω έδαφος για να διαδοθεί, συνδυαζόμενη με μια σειρά από στοιχεία που προέρχονται από την "κανονική" άσκηση της ψυχιατρικής πρακτικής στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων (“Diagnosi e Cura”) και στην διάχυση, ήδη υπαρκτή μέσα στην κοινότητα, πρακτικών περιορισμού της ψυχικής διαταραχής. Νομίζω ότι η προσοχή στα Opg, έχει, σε κάθε περίπτωση, θέσει σε κίνηση μιαν ανησυχία (ένα συναγερμό) που θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον ψυχιατρικό θεσμό. Αυτή η ανησυχία οδηγεί σε μια δραματική ερώτηση: «Αλλά μπορεί κανείς ν΄ αναρρώσει και πώς»; Και πάνω απ' όλα: «Πού»; 'Ισως η «ανάρρωση» να είναι μια λέξη που με τον προφανή κατηγορηματικό της χαρακτήρα, θα μπορούσε να μας ξεστρατίσει και να μας μπλοκάρει στο δίπολο 'ασθένεια-υγεία', ενώ, αντίθετα, εδώ, ανάρρωση δεν σημαίνει μόνο να βρούμε τη σωστή διάγνωση της διαταραχής και μια ικανοποιητική φαρμακολογική απάντηση. Αλλά σημαίνει, πάνω απ΄ όλα, την ανάδυση από μια κατάσταση μη-υποκειμενικότητας σε μια κατάσταση υποκειμένων, ελεύθερων και με αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα. Μιας κατάστασης ξυπνήματος στην πράξη της υποκειμενικότητας, η οποία θα μπορούσε ν' αποτελέσει το μόνο αληθινό αντίδοτο στη διάχυτη ακόμα ασυλιακή κουλτούρα. Ενώ αυτή η κουλτούρα εξακολουθεί να τείνει πάντα στην υπεράσπιση της κοινωνίας απ' την ψυχική διαταραχή, με το να απομονώνει τους λεγόμενους τρελούς, η κουλτούρα της αναδυόμενης υποκειμενικότητας πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: θα μπορούσε να εξαλείψει κάθε μορφή εγκλεισμού και προστατευτικής απομόνωσης και να επιστρέψει την υποκειμενικότητα σ' αυτούς που την στερούνται, ή από την οποία έχουν εκπέσει. Δεν είναι αυτή η κληρονομιά που μας άφησε ο Basaglia; Ότι, δηλαδή, δεν φτάνει να κλείσουν τα άσυλα για να εξαλειφθεί η ασυλιακή κουλτούρα; Αν ναι, όπως πιστεύω, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι το μήνυμα έχει ακουστεί μόνο εν μέρει και μόνο σε τοπικό επίπεδο, και ότι τώρα χρειάζεται μια αποφασιστική πολιτική βούληση για να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δουλειά.

Βρήκα πολλά και χρήσιμα σημεία σ΄ ένα βιβλίο που μόλις εκδόθηκε (Guarire si puo. Persone e disturbo mentale, της Izabel Marin και της Silva Bon, εισαγωγή του Roberto Mezzina, εκδόσεις Alpha Beta Verlag του Merano), που αναφέρεται, με μαρτυρίες και στοχασμούς, σε μιαν έρευνα που έγινε στη Τεργέστη για την ανάρρωση (recovery, που μπορούμε να μεταφράσουμε με την «ανάληψη» ή την «εκ νέου ανάδυση» του υποκειμένου). Αυτό τo βιβλίο εμφανίστηκε σε μια σειρά εκδόσεων όπου, επίσης, δημοσιεύτηκε το σενάριο του τηλεοπτικού φιλμ του Marco Turco, που θυμήθηκα στην αρχή, «C’ era una volta la citta dei matti».


* Τo κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica, στις 29/3/2013. Ο Pier Aldo Rovatti είναι καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης).

Αναδημοσίευση από το: www.psyspirosi.gr


  
 
2008-2016 psi-action. Powered by Blogger Blogger Templates designed by Deluxe Templates. Premium Wordpress Themes | Premium Wordpress Themes | Free Icons | wordpress theme
Wordpress Themes. Blogger Templates by Blogger Templates and Blogger Templates