B. Saraceno - Σ. Στυλιανίδης
Με αφορμή την Ημερίδα που διοργανώθηκε την Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Κοινωνικός Αποκλεισμός και Ψυχική Υγεία στον 21ο αιώνα» από το Τμήμα Ψυχολογίας και με τη στήριξη της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ), υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Εταιρείας για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (WAPR) και του Υπουργείου Υγείας Διατροφής και Άθλησης (ΥΥΔΑ), παραθέτουμε τα βασικά σημεία της συνάντηση για το θέμα της Οδύνης στον Αστικό Χώρο (Urban Suffering). Την πρωτοβουλία της εκδήλωσης είχε ο Αν. Καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής του Τμήματος Ψυχολογίας κ. Στέλιος Στυλιανίδης εθνικός εκπρόσωπος για την ψυχική υγεία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Dr. Benedetto Saraceno, τ. δ/ντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Ουσιοξαρτήσεων του ΠΟΥ και καθ. Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο οποίος μίλησε για τον κοινωνικό αποκλεισμό, τους κοινωνικούς παράγοντες της ψυχικής ασθένειας και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση.
Η οδύνη στον αστικό χώρο την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ένα φαινόμενο που έχει παρουσιάσει αύξηση τα τελευταία 30 χρόνια ακολουθώντας την αύξηση του πληθυσμού σε αυτές: συγκεκριμένα, στην Ευρώπη από 66%, προβλέπεται ότι θα φτάσει στο 79% μέχρι το 2030 αυξάνοντας έτσι τους παράγοντες κινδύνου στην ψυχική υγεία του ατόμου.
Η Διεθνής Τράπεζα και ο ΠΟΥ υπολογίζουν ότι οι ψυχικές διαταραχές αποτελούν συχνότατη αιτία αναπηροποίησης των ανθρώπων (περισσότερο κι από τον καρκίνο ή τις καρδιαγγειακές παθήσεις). Αυτές οι πληροφορίες και τα στοιχεία αφορούν ψυχικές ασθένειες οι οποίες έχουν προέλθει από ψυχολογική και κοινωνική οδύνη που προκλήθηκε από φτώχεια, βία, ανασφάλεια και εγκατάλειψη. Η αναγκαστική μετανάστευση, ο αποκλεισμός, που συχνά είναι απόρροια των προηγουμένων, χτυπά τόσο μεμονωμένα άτομα όσο και συλλογικούς θεσμούς όπως είναι η οικογένεια και η κοινωνία.
Ανάμεσα σε αυτούς που πάσχουν από μια ψυχική ασθένεια και σε αυτούς που είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι υπάρχουν πολλά κοινά: στίγμα, διακρίσεις, εγκατάλειψη, παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Επίσης μεγάλα ποσοστά των κοινωνικά αποκλεισμένων, ζουν σε ανοιχτές πυκνές δομές στέγασης που ομοιάζουν ιδιαίτερα σε προσφυγικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές ή ψυχιατρεία. Αλλιώς, η κατηγορία των αποκλεισμένων ζει σε διάσπαρτους τόπους κατοικίας όπως οι δρόμοι, οι υπόγειοι σταθμοί ή παραγκουπόλεις (favelas). Οι άνθρωποι που είναι αποκλεισμένοι, βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από τις υπόλοιπες «κοινωνικά ευπαθείς» ομάδες. Δεν έχουν όνομα. Είναι «οι άλλοι». Η πόλη, λοιπόν, προσφέρει τη δυνατότητα επιβίωσης σε αυτούς τους ανθρώπους ώστε να κρυφτούν και να συνεχίσουν να επικοινωνούν. Όμως δεν προσφέρει καμία εγγύηση για τις συνθήκες υπό τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αυτό ονομάζεται «οδύνη στον αστικό χώρο» (urban suffering) και εμπλέκει σε ένα δαιδαλώδες πλέγμα τους σωματικά, ψυχικά και κοινωνικά πάσχοντες όπου η ταυτότητά τους αφομοιώνεται και η ασθένειά τους είναι αποτέλεσμα ενός κινδύνου που πολλές φορές απορρέει από μια άλλη ασθένεια. Για παράδειγμα, η φτώχεια, η χρήση ουσιών, ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη και τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα είναι γεγονότα άμεσα συνδεδεμένα στον ιστό της κοινωνικής αυτής οδύνης. Αυτό το δίκτυο δεν μπορεί να ιδωθεί χωριστά ούτε να συνδεθεί κάθετα το ένα γεγονός με το άλλο. Ο βασικός, λοιπόν, ρόλος του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου είναι να απορρροφήσει την οδύνη που αναγνωρίζει στους τρεις του άξονες (βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό) και να οδηγήσει σε απαντήσεις. Μια απάντηση σε κάθε ερώτηση και εάν μια ερώτηση δεν έχει απάντηση, να αναμορφωθεί ώστε να μην παραμένει αναπάντητη.
Πρέπει ωστόσο να ξεφύγουμε από την γραμμικότητα και την κατά συνέπεια ταύτιση του ατόμου με μία μόνο ταυτότητα. Το άτομο διαθέτει πολλές ταυτότητες. Με αυτόν τον τρόπο δεν είναι μόνο «μαύρος» ή μόνο «ψυχικά ασθενής» ή μόνο «γυναίκα» αλλά ταυτόχρονα μπορεί να είναι «αδελφός», «μητέρα», «φίλος», «έξυπνος» κ.λπ. Ο εγκλωβισμός σε μία ταυτότητα είναι αυτός που εντείνει τα φαινόμενα του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα σε μια πόλη. Οι «πλούσιοι» και οι «φτωχοί», οι «λευκοί» και οι «μαύροι» κ.λπ.
Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης λοιπόν, η πόλη αρνείται την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου. Αρνείται την ποικιλομορφία. Δεν αναγνωρίζει ατομικές ταυτότητες αλλά συλλογικές κατηγοριοποιήσεις που εξαπλουστεύουν τον κοινωνικό ιστό και αυξάνουν τους αποκλεισμένους.
Η λύση δεν είναι απλή αλλά πολυδιάστατη. Απαιτείται, πρώτον, να αναγνωριστεί το νόημα που παράγει ο καθένας ως άτομο. Είναι φορέας ξεχωριστού νοήματος και να του αποδοθεί αξιοπρέπεια και σεβασμός. Το δεύτερο βήμα είναι η αναγνώριση αυτού του νοήματος από τους συμπολίτες του. Απαιτείται ενδυνάμωση του ατόμου και καλλιέργεια της ανεκτικότητας της κοινωνίας. Συνεπώς, πρέπει να εργαστούμε όχι για μια πόλη χωρίς διαφορές αλλά για μια διαφορετική πόλη. Να αγωνιστούμε για «τόπους» και όχι «χώρους».
Η κοινωνική οδύνη στον αστικό χώρο γίνεται μοτίβο σύμφωνα με το οποίο:
- Η οδύνη αλληλεπιδρά σε πολύπλοκα δίκτυα
- Ο κάθε άνθρωπος υποφέρει ατομικά
- Οι απαντήσεις είναι ασαφείς, πρόχειρες και αποσπασματικές
- Δεν υπάρχει υγεία όσο δεν υπάρχουν και δεν προασπίζονται τα δικαιώματα
- Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από ανεκτικότητα αλλά και από την πραγματική έννοια του «πολίτη» που αγωνίζεται συλλογικά και όχι ατομικά για την αλλαγή.
Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν στο Μιλάνο ή στην Βομβάη, στο Λος Άντζελες ή στην Τζακάρτα. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει το Βόρειο και το Νότιο ημισφαίριο (συμβολική έκφραση για να διαχωρίζονται οι πλούσιες από τις φτωχές χώρες), αλλά κάθε Βοράς έχει το δικό του Νότο και κάθε Δύση τη δική της Ανατολή μέσα σε κάθε μητροπολιτική περιοχή χωριστά.
Ο κ. Στυλιανίδης, συνέχισε αυτήν τη σκέψη του κ. Saraceno συνδέοντας την ψυχική υγεία με τον κοινωνικό αποκλεισμό και προσθέτοντας την οπτική της κοινωνικής οδύνης στην αστική περιοχή της Αθήνας. Τόνισε ότι οι νέες προκλήσεις κάνουν επιτακτική την ανάγκη επανα-κατασκευής μιας νέας επαγγελματικότητας, νέων κανόνων για την έκφραση της «αλήθειας της αρρώστιας», κατασκευής νέων κανόνων, ευκαιριών και πλαισίων ακρόασης της οδύνης και της αρρώστιας, ανάγκη ολοκληρωμένων απαντήσεων απέναντι στις ανάγκες και τα αιτήματα επιβίωσης των αποκλεισμένων, εργασία καταλύτη μεταξύ κανόνων - υπηρεσιών - νέων αιτημάτων - δικαιωμάτων, νέων μορφών συμμετοχής και κοινωνικής ένταξης, αποτελεσματικότερη διαχείριση των αντιστάσεων και της σιωπής της πλειοψηφίας των ψυχιάτρων. Και ποια είναι η πραγματικότητα του στιγματισμού, των υπηρεσιών και των πόρων στην Αθήνα; Δόθηκαν κάποιες πολύ σημαντικές διευκρινίσεις που διασαφηνίζουν ότι επικρατεί η απαξίωση και ο στιγματισμός των αστέγων και περιθωριακών με προβλήματα ψυχικής υγείας στις υπηρεσίες πρόνοιας και τις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ακόμη, διευκρινίστηκε η δυσκολία συνέχειας της φροντίδας – υγειονομικής – ψυχιατρικής – κοινωνικής αυτών των ατόμων και η τεράστια ανεπάρκεια των υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών ως δυνατότητα απάντησης στις ειδικές και πολύπλοκες ανάγκες αυτών των πληθυσμών. Σε όλα αυτά, προστίθεται η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, συντονισμού των υπηρεσιών που υπάρχουν και αδυναμία συνέργειας και ανάδυσης νέων πόρων και δικτύων. Επίσης, παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένων υπηρεσιών (Κινητές Μονάδες Αστικού τύπου) ικανές να δίνουν ολοκληρωμένες απαντήσεις στις ανάγκες καθώς και δημοκρατικό έλλειμμα «Κοινωνίας πολιτών» και ενεργοποίηση ισχυρών δικτύων αλληλεγγύης και προστασίας. Η δήθεν («As if») προσέγγιση του προβλήματος μέχρι σήμερα από την πολιτεία οδήγησε σε απαντήσεις κατακερματισμένες και αναποτελεσματικές. Η εικόνα που έχουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ελλιπής καταγραφή της πολυπλοκότητας του φαινομένου: άστεγοι, μετανάστες, «παράνομοι μετανάστες», μεταδοτικές ασθένειες, AIDS, ψυχιατρική νοσηρότητα, συν-νοσηρότητα με σωματικές ασθένειες, ευάλωτοι παιδικοί πληθυσμοί, παραβατικότητα και εγκληματικότητα. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η κοινωνική οδύνη δεν κατανοείται με όρους ιατρικής – ψυχιατρικής νοσογραφίας, αλλά μόνο με όρους διεπιστημονικότητας και μίας νέας αφήγησης.
Ποιες απαντήσεις όμως πρέπει να δοθούν στις ανωτέρω ανάγκες; Σίγουρα πρέπει να διαχωρίσουμε το Γενικό Πλαίσιο από το Ειδικό. Το ένα συνίσταται στη φιλοσοφία της «συγκεκριμένης ουτοπίας» (utopie concrète) του Ε. Morin – ή ουτοπίας και ρεαλισμού ως σύνθεση για καινοτόμες πολιτικές και πράξη και νέα κοινωνικά κινήματα. Ακόμα, σε στρατηγικές που ενισχύουν την προσέγγιση της πολυπλοκότητας των προβλημάτων vs βιοϊατρικό μοντέλο. Εν τέλει καταλήγουμε σε μία βασική υπόθεση εργασίας: ότι σε κάθε κοινότητα υπάρχει – και σε εποχή κρίσης – μία τεράστια ποσότητα από ενέργειες, συλλογικότητες, δίκτυα, πόροι, τεχνολογίες, δεσμοί που μπορούν να μετουσιωθούν σε πολιτικές και δίκτυα απαντήσεων στις πολύπλοκες ανάγκες. Είναι γεγονός ότι κάθε υπηρεσία πρέπει να διαπραγματεύεται καθημερινά με ανάγκες, αιτήματα εκφρασμένα ή μη, αντιθέσεις, δικαιώματα, δίκτυα, αυταρχικές πολιτικές, αδιαφορία, διακρίσεις, κοινωνικό αποκλεισμό. Ενώ, η κοινότητα και το δίκτυο των υπηρεσιών πρέπει να παράγουν νόημα, ανθρωπιά, υποκειμενικότητα, έμπνευση, συμμετοχικότητα και ενδυνάμωση των χρηστών, νέα δίκτυα. Η αντίδραση πρέπει να είναι πολυ-επίπεδη ενάντια σε αυταρχικές πολιτικές και μηχανισμούς βίας και εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κοινωνικά αποκλεισμένων ώστε να δομηθούν δίκτυα δημοκρατικής αλληλεγγύης και προστασίας ατομικών δικαιωμάτων. Σημαντική επίσης, είναι η ενίσχυση της πολιτικής δημόσιας υγείας και η διεπιστημονική προσέγγιση του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού.
Στο ειδικό πλαίσιο απαντήσεων, θα τοποθετούσαμε την καταγραφή πόρων δημοσίου, ιδιωτικού, ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού και φιλανθρωπικού τομέα, τις κινητές διακλαδικές διεπιστημονικές ομάδες ικανές να παράγουν ολοκληρωμένες απαντήσεις (κοινωνικές, υγείας, ψυχικής υγείας, οικονομικής επιβίωσης, δικτύωσης) και όχι λογική υποδοχής αιτημάτων αλλά δράσης σε πληθυσμούς στόχους στον αστικό χώρο (χώροι συνάντησης, καταφύγια, εγκαταλελειμμένα κτίρια). Απαντήσεις δίνει και η δικτύωση υπηρεσιών που ήδη υπάρχουν στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου και επιμέρους επιχειρησιακών σχεδίων. Με αυτόν τον τρόπο, εξυπηρετούνται καλύτερα Στοχευμένες δράσεις ευαισθητοποίησης σε ειδικές ομάδες πληθυσμού (Τ. Α., εκπαίδευση, υγειονομικοί κ.λπ.) σε συνεργασία με καλές πρακτικές ενάντια στο στίγμα της ψυχικής νόσου. Παρ’ όλα αυτά είναι ανάγκη, η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου για την αναγνώριση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων στην πράξη αυτών των «εφήμερων πολιτών» και η διενέργεια στοχευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων για στελέχη υπηρεσιών υγείας, Π.Φ.Υ., ψυχικής υγείας, πρόνοιας με έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων δικτύωσης και πολιτισμικής ικανότητας υποδοχής μεταναστών.
Εν κατακλείδι, οι νέες πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν και οι κοινωνικές συμμαχίες που πρέπει να γίνουν, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο της πόλης δεν είναι τόπος χωρίς νόημα αλλά όπως θα έλεγε και ο ανθρωπολόγος Α. Kleinman «Η σοφία, βρίσκεται στο περιθώριο».
Με αφορμή την Ημερίδα που διοργανώθηκε την Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Κοινωνικός Αποκλεισμός και Ψυχική Υγεία στον 21ο αιώνα» από το Τμήμα Ψυχολογίας και με τη στήριξη της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ), υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Εταιρείας για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (WAPR) και του Υπουργείου Υγείας Διατροφής και Άθλησης (ΥΥΔΑ), παραθέτουμε τα βασικά σημεία της συνάντηση για το θέμα της Οδύνης στον Αστικό Χώρο (Urban Suffering). Την πρωτοβουλία της εκδήλωσης είχε ο Αν. Καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής του Τμήματος Ψυχολογίας κ. Στέλιος Στυλιανίδης εθνικός εκπρόσωπος για την ψυχική υγεία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Dr. Benedetto Saraceno, τ. δ/ντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Ουσιοξαρτήσεων του ΠΟΥ και καθ. Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο οποίος μίλησε για τον κοινωνικό αποκλεισμό, τους κοινωνικούς παράγοντες της ψυχικής ασθένειας και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση.
Η οδύνη στον αστικό χώρο την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ένα φαινόμενο που έχει παρουσιάσει αύξηση τα τελευταία 30 χρόνια ακολουθώντας την αύξηση του πληθυσμού σε αυτές: συγκεκριμένα, στην Ευρώπη από 66%, προβλέπεται ότι θα φτάσει στο 79% μέχρι το 2030 αυξάνοντας έτσι τους παράγοντες κινδύνου στην ψυχική υγεία του ατόμου.
Η Διεθνής Τράπεζα και ο ΠΟΥ υπολογίζουν ότι οι ψυχικές διαταραχές αποτελούν συχνότατη αιτία αναπηροποίησης των ανθρώπων (περισσότερο κι από τον καρκίνο ή τις καρδιαγγειακές παθήσεις). Αυτές οι πληροφορίες και τα στοιχεία αφορούν ψυχικές ασθένειες οι οποίες έχουν προέλθει από ψυχολογική και κοινωνική οδύνη που προκλήθηκε από φτώχεια, βία, ανασφάλεια και εγκατάλειψη. Η αναγκαστική μετανάστευση, ο αποκλεισμός, που συχνά είναι απόρροια των προηγουμένων, χτυπά τόσο μεμονωμένα άτομα όσο και συλλογικούς θεσμούς όπως είναι η οικογένεια και η κοινωνία.
Ανάμεσα σε αυτούς που πάσχουν από μια ψυχική ασθένεια και σε αυτούς που είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι υπάρχουν πολλά κοινά: στίγμα, διακρίσεις, εγκατάλειψη, παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Επίσης μεγάλα ποσοστά των κοινωνικά αποκλεισμένων, ζουν σε ανοιχτές πυκνές δομές στέγασης που ομοιάζουν ιδιαίτερα σε προσφυγικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές ή ψυχιατρεία. Αλλιώς, η κατηγορία των αποκλεισμένων ζει σε διάσπαρτους τόπους κατοικίας όπως οι δρόμοι, οι υπόγειοι σταθμοί ή παραγκουπόλεις (favelas). Οι άνθρωποι που είναι αποκλεισμένοι, βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από τις υπόλοιπες «κοινωνικά ευπαθείς» ομάδες. Δεν έχουν όνομα. Είναι «οι άλλοι». Η πόλη, λοιπόν, προσφέρει τη δυνατότητα επιβίωσης σε αυτούς τους ανθρώπους ώστε να κρυφτούν και να συνεχίσουν να επικοινωνούν. Όμως δεν προσφέρει καμία εγγύηση για τις συνθήκες υπό τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αυτό ονομάζεται «οδύνη στον αστικό χώρο» (urban suffering) και εμπλέκει σε ένα δαιδαλώδες πλέγμα τους σωματικά, ψυχικά και κοινωνικά πάσχοντες όπου η ταυτότητά τους αφομοιώνεται και η ασθένειά τους είναι αποτέλεσμα ενός κινδύνου που πολλές φορές απορρέει από μια άλλη ασθένεια. Για παράδειγμα, η φτώχεια, η χρήση ουσιών, ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη και τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα είναι γεγονότα άμεσα συνδεδεμένα στον ιστό της κοινωνικής αυτής οδύνης. Αυτό το δίκτυο δεν μπορεί να ιδωθεί χωριστά ούτε να συνδεθεί κάθετα το ένα γεγονός με το άλλο. Ο βασικός, λοιπόν, ρόλος του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου είναι να απορρροφήσει την οδύνη που αναγνωρίζει στους τρεις του άξονες (βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό) και να οδηγήσει σε απαντήσεις. Μια απάντηση σε κάθε ερώτηση και εάν μια ερώτηση δεν έχει απάντηση, να αναμορφωθεί ώστε να μην παραμένει αναπάντητη.
Πρέπει ωστόσο να ξεφύγουμε από την γραμμικότητα και την κατά συνέπεια ταύτιση του ατόμου με μία μόνο ταυτότητα. Το άτομο διαθέτει πολλές ταυτότητες. Με αυτόν τον τρόπο δεν είναι μόνο «μαύρος» ή μόνο «ψυχικά ασθενής» ή μόνο «γυναίκα» αλλά ταυτόχρονα μπορεί να είναι «αδελφός», «μητέρα», «φίλος», «έξυπνος» κ.λπ. Ο εγκλωβισμός σε μία ταυτότητα είναι αυτός που εντείνει τα φαινόμενα του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα σε μια πόλη. Οι «πλούσιοι» και οι «φτωχοί», οι «λευκοί» και οι «μαύροι» κ.λπ.
Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης λοιπόν, η πόλη αρνείται την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου. Αρνείται την ποικιλομορφία. Δεν αναγνωρίζει ατομικές ταυτότητες αλλά συλλογικές κατηγοριοποιήσεις που εξαπλουστεύουν τον κοινωνικό ιστό και αυξάνουν τους αποκλεισμένους.
Η λύση δεν είναι απλή αλλά πολυδιάστατη. Απαιτείται, πρώτον, να αναγνωριστεί το νόημα που παράγει ο καθένας ως άτομο. Είναι φορέας ξεχωριστού νοήματος και να του αποδοθεί αξιοπρέπεια και σεβασμός. Το δεύτερο βήμα είναι η αναγνώριση αυτού του νοήματος από τους συμπολίτες του. Απαιτείται ενδυνάμωση του ατόμου και καλλιέργεια της ανεκτικότητας της κοινωνίας. Συνεπώς, πρέπει να εργαστούμε όχι για μια πόλη χωρίς διαφορές αλλά για μια διαφορετική πόλη. Να αγωνιστούμε για «τόπους» και όχι «χώρους».
Η κοινωνική οδύνη στον αστικό χώρο γίνεται μοτίβο σύμφωνα με το οποίο:
- Η οδύνη αλληλεπιδρά σε πολύπλοκα δίκτυα
- Ο κάθε άνθρωπος υποφέρει ατομικά
- Οι απαντήσεις είναι ασαφείς, πρόχειρες και αποσπασματικές
- Δεν υπάρχει υγεία όσο δεν υπάρχουν και δεν προασπίζονται τα δικαιώματα
- Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από ανεκτικότητα αλλά και από την πραγματική έννοια του «πολίτη» που αγωνίζεται συλλογικά και όχι ατομικά για την αλλαγή.
Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν στο Μιλάνο ή στην Βομβάη, στο Λος Άντζελες ή στην Τζακάρτα. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει το Βόρειο και το Νότιο ημισφαίριο (συμβολική έκφραση για να διαχωρίζονται οι πλούσιες από τις φτωχές χώρες), αλλά κάθε Βοράς έχει το δικό του Νότο και κάθε Δύση τη δική της Ανατολή μέσα σε κάθε μητροπολιτική περιοχή χωριστά.
Ο κ. Στυλιανίδης, συνέχισε αυτήν τη σκέψη του κ. Saraceno συνδέοντας την ψυχική υγεία με τον κοινωνικό αποκλεισμό και προσθέτοντας την οπτική της κοινωνικής οδύνης στην αστική περιοχή της Αθήνας. Τόνισε ότι οι νέες προκλήσεις κάνουν επιτακτική την ανάγκη επανα-κατασκευής μιας νέας επαγγελματικότητας, νέων κανόνων για την έκφραση της «αλήθειας της αρρώστιας», κατασκευής νέων κανόνων, ευκαιριών και πλαισίων ακρόασης της οδύνης και της αρρώστιας, ανάγκη ολοκληρωμένων απαντήσεων απέναντι στις ανάγκες και τα αιτήματα επιβίωσης των αποκλεισμένων, εργασία καταλύτη μεταξύ κανόνων - υπηρεσιών - νέων αιτημάτων - δικαιωμάτων, νέων μορφών συμμετοχής και κοινωνικής ένταξης, αποτελεσματικότερη διαχείριση των αντιστάσεων και της σιωπής της πλειοψηφίας των ψυχιάτρων. Και ποια είναι η πραγματικότητα του στιγματισμού, των υπηρεσιών και των πόρων στην Αθήνα; Δόθηκαν κάποιες πολύ σημαντικές διευκρινίσεις που διασαφηνίζουν ότι επικρατεί η απαξίωση και ο στιγματισμός των αστέγων και περιθωριακών με προβλήματα ψυχικής υγείας στις υπηρεσίες πρόνοιας και τις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ακόμη, διευκρινίστηκε η δυσκολία συνέχειας της φροντίδας – υγειονομικής – ψυχιατρικής – κοινωνικής αυτών των ατόμων και η τεράστια ανεπάρκεια των υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών ως δυνατότητα απάντησης στις ειδικές και πολύπλοκες ανάγκες αυτών των πληθυσμών. Σε όλα αυτά, προστίθεται η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, συντονισμού των υπηρεσιών που υπάρχουν και αδυναμία συνέργειας και ανάδυσης νέων πόρων και δικτύων. Επίσης, παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένων υπηρεσιών (Κινητές Μονάδες Αστικού τύπου) ικανές να δίνουν ολοκληρωμένες απαντήσεις στις ανάγκες καθώς και δημοκρατικό έλλειμμα «Κοινωνίας πολιτών» και ενεργοποίηση ισχυρών δικτύων αλληλεγγύης και προστασίας. Η δήθεν («As if») προσέγγιση του προβλήματος μέχρι σήμερα από την πολιτεία οδήγησε σε απαντήσεις κατακερματισμένες και αναποτελεσματικές. Η εικόνα που έχουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ελλιπής καταγραφή της πολυπλοκότητας του φαινομένου: άστεγοι, μετανάστες, «παράνομοι μετανάστες», μεταδοτικές ασθένειες, AIDS, ψυχιατρική νοσηρότητα, συν-νοσηρότητα με σωματικές ασθένειες, ευάλωτοι παιδικοί πληθυσμοί, παραβατικότητα και εγκληματικότητα. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η κοινωνική οδύνη δεν κατανοείται με όρους ιατρικής – ψυχιατρικής νοσογραφίας, αλλά μόνο με όρους διεπιστημονικότητας και μίας νέας αφήγησης.
Ποιες απαντήσεις όμως πρέπει να δοθούν στις ανωτέρω ανάγκες; Σίγουρα πρέπει να διαχωρίσουμε το Γενικό Πλαίσιο από το Ειδικό. Το ένα συνίσταται στη φιλοσοφία της «συγκεκριμένης ουτοπίας» (utopie concrète) του Ε. Morin – ή ουτοπίας και ρεαλισμού ως σύνθεση για καινοτόμες πολιτικές και πράξη και νέα κοινωνικά κινήματα. Ακόμα, σε στρατηγικές που ενισχύουν την προσέγγιση της πολυπλοκότητας των προβλημάτων vs βιοϊατρικό μοντέλο. Εν τέλει καταλήγουμε σε μία βασική υπόθεση εργασίας: ότι σε κάθε κοινότητα υπάρχει – και σε εποχή κρίσης – μία τεράστια ποσότητα από ενέργειες, συλλογικότητες, δίκτυα, πόροι, τεχνολογίες, δεσμοί που μπορούν να μετουσιωθούν σε πολιτικές και δίκτυα απαντήσεων στις πολύπλοκες ανάγκες. Είναι γεγονός ότι κάθε υπηρεσία πρέπει να διαπραγματεύεται καθημερινά με ανάγκες, αιτήματα εκφρασμένα ή μη, αντιθέσεις, δικαιώματα, δίκτυα, αυταρχικές πολιτικές, αδιαφορία, διακρίσεις, κοινωνικό αποκλεισμό. Ενώ, η κοινότητα και το δίκτυο των υπηρεσιών πρέπει να παράγουν νόημα, ανθρωπιά, υποκειμενικότητα, έμπνευση, συμμετοχικότητα και ενδυνάμωση των χρηστών, νέα δίκτυα. Η αντίδραση πρέπει να είναι πολυ-επίπεδη ενάντια σε αυταρχικές πολιτικές και μηχανισμούς βίας και εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κοινωνικά αποκλεισμένων ώστε να δομηθούν δίκτυα δημοκρατικής αλληλεγγύης και προστασίας ατομικών δικαιωμάτων. Σημαντική επίσης, είναι η ενίσχυση της πολιτικής δημόσιας υγείας και η διεπιστημονική προσέγγιση του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού.
Στο ειδικό πλαίσιο απαντήσεων, θα τοποθετούσαμε την καταγραφή πόρων δημοσίου, ιδιωτικού, ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού και φιλανθρωπικού τομέα, τις κινητές διακλαδικές διεπιστημονικές ομάδες ικανές να παράγουν ολοκληρωμένες απαντήσεις (κοινωνικές, υγείας, ψυχικής υγείας, οικονομικής επιβίωσης, δικτύωσης) και όχι λογική υποδοχής αιτημάτων αλλά δράσης σε πληθυσμούς στόχους στον αστικό χώρο (χώροι συνάντησης, καταφύγια, εγκαταλελειμμένα κτίρια). Απαντήσεις δίνει και η δικτύωση υπηρεσιών που ήδη υπάρχουν στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου και επιμέρους επιχειρησιακών σχεδίων. Με αυτόν τον τρόπο, εξυπηρετούνται καλύτερα Στοχευμένες δράσεις ευαισθητοποίησης σε ειδικές ομάδες πληθυσμού (Τ. Α., εκπαίδευση, υγειονομικοί κ.λπ.) σε συνεργασία με καλές πρακτικές ενάντια στο στίγμα της ψυχικής νόσου. Παρ’ όλα αυτά είναι ανάγκη, η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου για την αναγνώριση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων στην πράξη αυτών των «εφήμερων πολιτών» και η διενέργεια στοχευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων για στελέχη υπηρεσιών υγείας, Π.Φ.Υ., ψυχικής υγείας, πρόνοιας με έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων δικτύωσης και πολιτισμικής ικανότητας υποδοχής μεταναστών.
Εν κατακλείδι, οι νέες πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν και οι κοινωνικές συμμαχίες που πρέπει να γίνουν, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο της πόλης δεν είναι τόπος χωρίς νόημα αλλά όπως θα έλεγε και ο ανθρωπολόγος Α. Kleinman «Η σοφία, βρίσκεται στο περιθώριο».
Δελτίο Τύπου από την ημερίδα με θέμα «Κοινωνικός Αποκλεισμός και Ψυχική Υγεία στον 21ο αιώνα»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.