"Μια μέρα έκπληκτος διαπίστωσα ότι δεν ένιωθα καμιά συγκίνηση τραβώντας τις φωτογραφίες μου. Δεν είχα πια τον αρχικό πυρετό, την απόσταση από το ντεκόρ. Άρχισα να πλησιάζω υπερβολικά, να προσέχω τις λήψεις μου, να διαλέγω το καδράρισμά μου, να περιμένω το ανδραγάθημα μιας καλής εικόνας. Είχα γίνει υπερβολικά διαυγής. Δεν φοβόμουν πια τους τρελούς. Σταμάτησα αμέσως, γύρισα στο Παρίσι και δεν φωτογράφησα ξανά στο San Clemente." Raymond Depardon
Είναι γνωστό ότι, ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιείται ο σωματικός περιορισμός (ή καθήλωση) και η απομόνωση των ψυχικά ασθενών (αλλά και ατόμων με νοητική υστέρηση) που ζουν στα ιδρύματα, ενώ έχουν “καταγγελθεί” ακόμα και κάποιες κοινοτικές δομές για την εφαρμογή τέτοιων πρακτικών. Πότε χρησιμοποιείται; Ακόμα και οι “υποστηρικτές” της πρακτικής αυτής, τονίζουν ότι εφαρμόζεται (για μικρό χρονικό διάστημα) σαν έσχατη λύση. Όταν, δηλαδή, έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση μιας βίαιης ή επιθετικής συμπεριφοράς και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για σωματική βλάβη του ίδιου του ατόμου ή τρίτων. Βέβαια, πολλά “πρακτικά” ερωτήματα μπορούν να τεθούν (πχ. ποιες είναι αυτές οι προσπάθειες που απέτυχαν, από ποιους και πως έγιναν, σε ποιο περιβάλλον επιχειρήθηκαν κτλ). Ακόμα περισσότερα είναι τα ηθικά ερωτήματα. Αλλά και να δεχτούμε ότι κάποιοι εφαρμόζουν τον περιορισμό σαν έσχατη λύση, όπως υποστηρίζουν, οι άνθρωποι που έχουν υποστεί αυτή την "έσχατη λύση" φαίνεται να είναι πολλοί, για να πειστούμε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μεγάλο θέμα για το οποίο έχουν γραφεί πολλά και έχουν συζητηθεί ακόμα περισσότερα και φυσικά δεν φιλοδοξούμε να το αναπτύξουμε σε ένα blog.
Αυτό που επιθυμούμε να υπενθυμίσουμε, με την ευκαιρία του αποσπάσματος που επιλέξαμε για σήμερα και το οποίο αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησής μας, είναι ότι συνεχίζουν να βρίσκονται άνθρωποι δεμένοι ή περιορισμένοι ή απομονωμένοι, όχι για την αποκλιμάκωση μιας βίαιης συμπεριφοράς αλλά σε μόνιμη βάση. Δεν νομίζουμε να υπάρχει υποστηρικτής της συγκεκριμένης πρακτικής (ούτε σχετικό θεωρητικό υπόβαθρο). Παρ' όλα αυτά συμβαίνει. Πολλές είναι οι δικαιολογίες που μπορεί να ακουστούν, αλλά καμιά από αυτές δεν αποτελεί επιχείρημα για το γεγονός ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται σε καθημερινή βάση δεμένος ή απομονωμένος.
Δεν είναι καινούρια όλα αυτά. Βρισκόμαστε, όμως, σε μια κρίσιμη περίοδο (που τείνει να γίνει μόνιμη) και οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι. Ο χώρος της ψυχικής υγείας πλήττεται από τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων ετών. Η υποχρηματοδότηση επηρέασε την ποιότητα παροχής υπηρεσιών, ανάγκασε έμπειρο προσωπικό να εγκαταλείψει το χώρο, αλλά και όσοι απέμειναν εργάζονται απλήρωτοι, εξουθενωμένοι, ματαιωμένοι. Έγιναν περικοπές σε προσωπικό, σε δραστηριότητες, σε εκπαίδευση, σε εποπτείες...
Το μέλλον είναι αβέβαιο και προς το παρόν για τη νέα κυβέρνηση δεν υπάρχουμε (θα επανέλθουμε σύντομα σε αυτό το θέμα). Αυτές τις δύσκολες στιγμές οφείλουμε να είμαστε ακόμα πιο ευαισθητοποιημένοι. Εύκολα το μεμονωμένο περιστατικό γενικεύεται και η έσχατη λύση έρχεται πρώτη. Να μην ανεχτούμε στους χώρους φροντίδας πρακτικές που δεν εφαρμόζονται στις χειρότερες φυλακές. Για κανέναν λόγο.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα μιας προφορικής μαρτυρίας του ψυχίατρου Γιώργου Λυκέτσου (από το βιβλίο: "Ιερά οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαϊτειο" της Μαρίας Φαφαλιού).Για την ιδρυματική περίθαλψη το 1947 με το 2009, δεν είναι τόσο μακρυά:
"Το χειρότερο τμήμα, όπως είπαμε, ήταν το τμήμα των «Μανιακών». Μόλις λοιπόν έγινα εγώ Διευθυντής της Γ' Κλινικής το 1947, έγραψα μια εγκύκλιο στους νοσοκόμους των τμημάτων μου, αλλά οι νοσοκόμοι μου λένε: «Μόλων λαβε. Τι θα πει δίνεις εντολή να τους βγάλουμε από τους μανδύες κι από τα κλουβιά; Έλα να τους βγάλεις. Εμείς δεν τους βγάζομε, έλα εσύ». Κι εγώ λέω μέσα μου «πρέπει να τους βγάλω εγώ γιατί αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνουν και εκείνοι». Αλλά ήμουν νέος. Τους λέω τότε «ποιος είναι ο χειρότερος άρρωστος εδώ, ποιον έχετε;» Το είπα έτσι, αλλά είχα εκατόν πενήντα σφύζεις το λεπτό εκείνη την ώρα που τόλεγα. Μου λένε «ο Τσουρ...» «Ωραία. Τι είναι αυτός;» «Να, λέει, πάμε να του δώσουμε να φάει και μας δίνει μια γροθιά που δεν χρειαζόμαστε δεύτερη. Με μια πέφτουμε νοκ-άουτ». Λέω «να τον δω αυτόν τον άρρωστο. Θα τον ελευθερώσω εγώ». Το είπα, αλλά η καρδιά μου δεν τόλεγε!
Μπαίνουμε λοιπόν στο τμήμα των Ανήσυχων εγώ και κάμποσοι νοσοκόμοι μαζί, διότι έπρεπε να έχω προστασία. Λοιπόν, έπρεπε να δείξω ότι δεν φοβάμαι. Φοβόμουνα, αλλά έπρεπε να δείξω ότι δεν φοβάμαι για να πείσω και τους άλλους να τολμάνε και εκείνοι, διότι δεν θα γινόταν τίποτα αν δεν το τολμούσα αυτό το πράγμα. Εμπήκαμε λοιπόν, οι νοσοκόμοι γύρο) μου κλπ., ανοίγουμε την πόρτα, μπαίνομε στο τμήμα των «Μανιακών», προχωρήσαμε, αυτός ήταν στο δεύτερο πάτωμα σε μια άκρη σ' ένα θάλαμο τελείως απομονωμένος. Έπρεπε να διασχίσαμε λοιπόν το τμήμα των «Μανιακών» κάτω, την αυλή που υπήρχε, το στεγασμένο μέρος και να πάμε ν' ανοίξει μια πόρτα η οποία οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Είχε μια σκάλα που ανέβαινες απάνω. Ανέβηκα, στο μεταξύ βλέπω πως ήταν λιγώτεροι οι νοσοκόμοι που ανέβαιναν απάνω, φτάνομε στον διάδρομο και ξαφνικά ανοίγουνε την πόρτα ενός σκοτεινού δωματίου το οποίο ήτανε μικρό και δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Κάτι κλινοσκεπάσματα, χωρίς κρεβάτι, γιατί αυτός τάσπαζε όλα, διέλυε τα πάντα.
Άνοιξαν την πόρτα, που λέτε, κι ο νοσοκόμος φοβήθηκε και με έκλεισε μέσα και κάθησε εκείνος απ' έξω. Εγώ μπαίνω μέσα ξαφνικά σε ένα σκοτεινό μέρος χωρίς να μπορώ να βλέπω γιατί ερχόμουνα απ' το φως απ' έξω, χωρίς να μπορώ να βλέπω το θυμάμαι αυτό πολύ ζωντανά, με έναν άνθρωπο που δεν τον ήξερα καθόλου κι ο οποίος εφώναζε μ' έναν τρόπο τελείως ασυνάρτητο. Έλεγε πράγματα τα οποία δεν μπορούσε κανείς να τα συλλάβει, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή είχα τέτοια λαχτάρα που είχα τεντώσει τ' αυτιά μου και όλη μου την προσοχή ούτως ώστε να καταλάβω τι έλεγε βάσει των γνώσεων που είχα. Και μου άρεσε το θέμα, είχα διαβάσει πάρα πολύ καλά και ήμουνα από τότε φαίνεται σε θέση να μπορώ μέσα από την ασυναρτησία του αρρώστου να καταλάβω το νήμα που έλεγε. Γιατί ο ασυνάρτητος σχιζοφρενής μιλάει, σαν, να πούμε, να βλέπετε το Αιγαίο Πέλαγος. Ενώ βλέπετε ότι όλη η ξηρά έχει συνέχεια, στο Αιγαίο Πέλαγος βγαίνει ένα νησί εδώ, ένα νησί εκεί, ένα νησί πάρα πέρα, από κάτω όμως από τη θάλασσα υπάρχει συνέχεια ξηράς. Αυτό ήθελα να καταλάβω εγώ, για να μπορώ να δω πώς βγήκαν τα νησιά μετά, το ένα μετά από το άλλο, για να μπορέσω να επικοινωνήσω μαζί του. Γι' αυτό μόλις μπήκα στο σκοτάδι, τι να κάνω, δεν μπορούσα να αμυνθώ, τον άκουγα αυτόν από την άλλη άκρη να φωνάζει, από μια άκρη να φωνάζει και να λέει τα ασυνάρτητα, φοβήθηκα και κάθησα κάτω. Αυτός, όταν είδε και κάθησα κάτω δεν μου επετέθη.
Ξέρετε, οι σχιζοφρενείς δεν είναι κακοί άνθρωποι, φοβούνται. Επιτίθενται όταν σε φοβούνται. Όταν λοιπόν αυτός με είδε κάτω ήρθε από πάνω μου, δεν τον έβλεπα και καλά καλά, ήρθε από πάνω μου και άρχισε να φωνάζει και να λέει διάφορα πράγματα και καθώς δούλευε εμένα το μυαλό μου, μέσ' τα τόσα τα οποία έλεγε, -κι αυτή είναι όλη η τέχνη του γιατρού, να μπορέσει να πιάσει τι του λέει ο άλλος, να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί του- και φαίνεται ότι η πρώτη κουβέντα που του είπα, «εκάθησα κάτω» του λέω «μη φοβάσαι». Εγώ εφοβόμουν και του είπα εκείνου «μη φοβάσαι»! Αυτό όμως τον έκοψε εκείνον, τον έκοψε και εξακολουθούσε να λέει, να λέει, να λέει, αλλά όλο και έβλεπε ότι δεν υπήρχε απειλή από μένα. Φαίνεται ότι μίλαγε μ' ένα τρόπο που ήμουνα σε θέση κι εγώ κάτι να του πω, που έδειχνε ότι κάτι καταλάβαινα απ' αυτά που μου έλεγε. Αυτή η κατάσταση η περίεργη βάσταξε κάμποση ώρα, οπότε ανησύχησε ο νοσοκόμος που ήταν απ' έξω, πήγε κι έφερε κι άλλους και μ' άνοιξαν την πόρτα. Εγώ όμως εν τω μεταξύ είχα αρχίσει να επικοινωνώ μαζί του, βέβαια μπορεί να μην ήταν λεκτική επικοινωνία, υπήρχε όμως μια εξωλεκτική επικοινωνία και του λέω «έλα μαζί μου, θα πάμε στο γραφείο μου» και με ακολούθησε, άλλωστε έβγαινε έξω ο άνθρωπος. Βγαίνω έξω, μόλις όμως με βλέπουνε οι νοσοκόμοι να βγαίνω έξω, πήγαν να τον πιάσουν για να τον βάλουνε μέσα. Λέω «όχι, θάρθει μαζί μου». Αυτοί με υπακούσανε βέβαια, εν τω μεταξύ φοβόντουσαν μήπως φάνε και καμιά, και απομακρυνθήκανε.
Λοιπόν απ' όπου περνάγαμε άδειαζε ο τόπος και περνάγαμε εμείς και δεν μίλαγε κανένας. Νέκρα, όλοι φοβόντουσαν. Επροχωρήσαμε και τον έφερα στο γραφείο κι ήρθε και κάθησε στο γραφείο μου. Δεν θυμάμαι τι είπαμε, αλλά θυμάμαι ότι έδωσα εντολή να του βάλουν κρεβάτι. Του λέω «θα πας τώρα πίσω στο δωμάτιο σου». Και επήγε αυτός πίσω. Άνοιξαν όλες οι πόρτες για να πάει πίσω και πήγε στο κρεβάτι του και από τότε άρχισε μια επικοινωνία. Πήγαινα κάθε μέρα βέβαια, ερχόταν κι αυτός κάθε μέρα, τέλος πάντων αυτή η ιστορία εξελίχτηκε σιγά σιγά ώστε μέσα σε κάμποσους μήνες να έχει βελτιωθεί τόσο πολύ που τον έπαιρνα στο γραφείο μου.
Μετά από δεν θυμάμαι πάλι πόσους μήνες έγινε ο βοηθός του γραφείου μου. Ήτανε δικηγόρος αυτός κι έγινε ο βοηθός του γραφείου μου. Γιατί τότε δεν είχαμε βέβαια γραμματείς, ούτε και τώρα νομίζω έχουν, αλλά διαλέγαμε τους καλύτερους αρρώστους ιδίως άμα ξέρανε γραφομηχανή. Λοιπόν έγινε πρώτης τάξεως βοηθός μου για χρόνια και επειδή είχε και αδελφό δικηγόρο κατόρθωσα μετά και τον αποκατέστησα. Δηλαδή τον έβγαλα και πήγε και έγινε βοηθός στο γραφείο του αδελφού του. Έκανε τις δουλειές αυτές που κάνουν οι εκπαιδευόμενοι δικηγόροι. Δουλειές κλητήρα, ας πούμε."
Η φωτογραφία του Raymond Depardon και το κείμενο του ίδιου (μετάφραση: Γρ. Αμπατζόγλου) είναι από το Hellenic Photography Selections (τεύχος 3, 1991).
Είναι γνωστό ότι, ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιείται ο σωματικός περιορισμός (ή καθήλωση) και η απομόνωση των ψυχικά ασθενών (αλλά και ατόμων με νοητική υστέρηση) που ζουν στα ιδρύματα, ενώ έχουν “καταγγελθεί” ακόμα και κάποιες κοινοτικές δομές για την εφαρμογή τέτοιων πρακτικών. Πότε χρησιμοποιείται; Ακόμα και οι “υποστηρικτές” της πρακτικής αυτής, τονίζουν ότι εφαρμόζεται (για μικρό χρονικό διάστημα) σαν έσχατη λύση. Όταν, δηλαδή, έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση μιας βίαιης ή επιθετικής συμπεριφοράς και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για σωματική βλάβη του ίδιου του ατόμου ή τρίτων. Βέβαια, πολλά “πρακτικά” ερωτήματα μπορούν να τεθούν (πχ. ποιες είναι αυτές οι προσπάθειες που απέτυχαν, από ποιους και πως έγιναν, σε ποιο περιβάλλον επιχειρήθηκαν κτλ). Ακόμα περισσότερα είναι τα ηθικά ερωτήματα. Αλλά και να δεχτούμε ότι κάποιοι εφαρμόζουν τον περιορισμό σαν έσχατη λύση, όπως υποστηρίζουν, οι άνθρωποι που έχουν υποστεί αυτή την "έσχατη λύση" φαίνεται να είναι πολλοί, για να πειστούμε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μεγάλο θέμα για το οποίο έχουν γραφεί πολλά και έχουν συζητηθεί ακόμα περισσότερα και φυσικά δεν φιλοδοξούμε να το αναπτύξουμε σε ένα blog.
Αυτό που επιθυμούμε να υπενθυμίσουμε, με την ευκαιρία του αποσπάσματος που επιλέξαμε για σήμερα και το οποίο αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησής μας, είναι ότι συνεχίζουν να βρίσκονται άνθρωποι δεμένοι ή περιορισμένοι ή απομονωμένοι, όχι για την αποκλιμάκωση μιας βίαιης συμπεριφοράς αλλά σε μόνιμη βάση. Δεν νομίζουμε να υπάρχει υποστηρικτής της συγκεκριμένης πρακτικής (ούτε σχετικό θεωρητικό υπόβαθρο). Παρ' όλα αυτά συμβαίνει. Πολλές είναι οι δικαιολογίες που μπορεί να ακουστούν, αλλά καμιά από αυτές δεν αποτελεί επιχείρημα για το γεγονός ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται σε καθημερινή βάση δεμένος ή απομονωμένος.
Δεν είναι καινούρια όλα αυτά. Βρισκόμαστε, όμως, σε μια κρίσιμη περίοδο (που τείνει να γίνει μόνιμη) και οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι. Ο χώρος της ψυχικής υγείας πλήττεται από τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων ετών. Η υποχρηματοδότηση επηρέασε την ποιότητα παροχής υπηρεσιών, ανάγκασε έμπειρο προσωπικό να εγκαταλείψει το χώρο, αλλά και όσοι απέμειναν εργάζονται απλήρωτοι, εξουθενωμένοι, ματαιωμένοι. Έγιναν περικοπές σε προσωπικό, σε δραστηριότητες, σε εκπαίδευση, σε εποπτείες...
Το μέλλον είναι αβέβαιο και προς το παρόν για τη νέα κυβέρνηση δεν υπάρχουμε (θα επανέλθουμε σύντομα σε αυτό το θέμα). Αυτές τις δύσκολες στιγμές οφείλουμε να είμαστε ακόμα πιο ευαισθητοποιημένοι. Εύκολα το μεμονωμένο περιστατικό γενικεύεται και η έσχατη λύση έρχεται πρώτη. Να μην ανεχτούμε στους χώρους φροντίδας πρακτικές που δεν εφαρμόζονται στις χειρότερες φυλακές. Για κανέναν λόγο.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα μιας προφορικής μαρτυρίας του ψυχίατρου Γιώργου Λυκέτσου (από το βιβλίο: "Ιερά οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαϊτειο" της Μαρίας Φαφαλιού).Για την ιδρυματική περίθαλψη το 1947 με το 2009, δεν είναι τόσο μακρυά:
"Το χειρότερο τμήμα, όπως είπαμε, ήταν το τμήμα των «Μανιακών». Μόλις λοιπόν έγινα εγώ Διευθυντής της Γ' Κλινικής το 1947, έγραψα μια εγκύκλιο στους νοσοκόμους των τμημάτων μου, αλλά οι νοσοκόμοι μου λένε: «Μόλων λαβε. Τι θα πει δίνεις εντολή να τους βγάλουμε από τους μανδύες κι από τα κλουβιά; Έλα να τους βγάλεις. Εμείς δεν τους βγάζομε, έλα εσύ». Κι εγώ λέω μέσα μου «πρέπει να τους βγάλω εγώ γιατί αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνουν και εκείνοι». Αλλά ήμουν νέος. Τους λέω τότε «ποιος είναι ο χειρότερος άρρωστος εδώ, ποιον έχετε;» Το είπα έτσι, αλλά είχα εκατόν πενήντα σφύζεις το λεπτό εκείνη την ώρα που τόλεγα. Μου λένε «ο Τσουρ...» «Ωραία. Τι είναι αυτός;» «Να, λέει, πάμε να του δώσουμε να φάει και μας δίνει μια γροθιά που δεν χρειαζόμαστε δεύτερη. Με μια πέφτουμε νοκ-άουτ». Λέω «να τον δω αυτόν τον άρρωστο. Θα τον ελευθερώσω εγώ». Το είπα, αλλά η καρδιά μου δεν τόλεγε!
Μπαίνουμε λοιπόν στο τμήμα των Ανήσυχων εγώ και κάμποσοι νοσοκόμοι μαζί, διότι έπρεπε να έχω προστασία. Λοιπόν, έπρεπε να δείξω ότι δεν φοβάμαι. Φοβόμουνα, αλλά έπρεπε να δείξω ότι δεν φοβάμαι για να πείσω και τους άλλους να τολμάνε και εκείνοι, διότι δεν θα γινόταν τίποτα αν δεν το τολμούσα αυτό το πράγμα. Εμπήκαμε λοιπόν, οι νοσοκόμοι γύρο) μου κλπ., ανοίγουμε την πόρτα, μπαίνομε στο τμήμα των «Μανιακών», προχωρήσαμε, αυτός ήταν στο δεύτερο πάτωμα σε μια άκρη σ' ένα θάλαμο τελείως απομονωμένος. Έπρεπε να διασχίσαμε λοιπόν το τμήμα των «Μανιακών» κάτω, την αυλή που υπήρχε, το στεγασμένο μέρος και να πάμε ν' ανοίξει μια πόρτα η οποία οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Είχε μια σκάλα που ανέβαινες απάνω. Ανέβηκα, στο μεταξύ βλέπω πως ήταν λιγώτεροι οι νοσοκόμοι που ανέβαιναν απάνω, φτάνομε στον διάδρομο και ξαφνικά ανοίγουνε την πόρτα ενός σκοτεινού δωματίου το οποίο ήτανε μικρό και δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Κάτι κλινοσκεπάσματα, χωρίς κρεβάτι, γιατί αυτός τάσπαζε όλα, διέλυε τα πάντα.
Άνοιξαν την πόρτα, που λέτε, κι ο νοσοκόμος φοβήθηκε και με έκλεισε μέσα και κάθησε εκείνος απ' έξω. Εγώ μπαίνω μέσα ξαφνικά σε ένα σκοτεινό μέρος χωρίς να μπορώ να βλέπω γιατί ερχόμουνα απ' το φως απ' έξω, χωρίς να μπορώ να βλέπω το θυμάμαι αυτό πολύ ζωντανά, με έναν άνθρωπο που δεν τον ήξερα καθόλου κι ο οποίος εφώναζε μ' έναν τρόπο τελείως ασυνάρτητο. Έλεγε πράγματα τα οποία δεν μπορούσε κανείς να τα συλλάβει, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή είχα τέτοια λαχτάρα που είχα τεντώσει τ' αυτιά μου και όλη μου την προσοχή ούτως ώστε να καταλάβω τι έλεγε βάσει των γνώσεων που είχα. Και μου άρεσε το θέμα, είχα διαβάσει πάρα πολύ καλά και ήμουνα από τότε φαίνεται σε θέση να μπορώ μέσα από την ασυναρτησία του αρρώστου να καταλάβω το νήμα που έλεγε. Γιατί ο ασυνάρτητος σχιζοφρενής μιλάει, σαν, να πούμε, να βλέπετε το Αιγαίο Πέλαγος. Ενώ βλέπετε ότι όλη η ξηρά έχει συνέχεια, στο Αιγαίο Πέλαγος βγαίνει ένα νησί εδώ, ένα νησί εκεί, ένα νησί πάρα πέρα, από κάτω όμως από τη θάλασσα υπάρχει συνέχεια ξηράς. Αυτό ήθελα να καταλάβω εγώ, για να μπορώ να δω πώς βγήκαν τα νησιά μετά, το ένα μετά από το άλλο, για να μπορέσω να επικοινωνήσω μαζί του. Γι' αυτό μόλις μπήκα στο σκοτάδι, τι να κάνω, δεν μπορούσα να αμυνθώ, τον άκουγα αυτόν από την άλλη άκρη να φωνάζει, από μια άκρη να φωνάζει και να λέει τα ασυνάρτητα, φοβήθηκα και κάθησα κάτω. Αυτός, όταν είδε και κάθησα κάτω δεν μου επετέθη.
Ξέρετε, οι σχιζοφρενείς δεν είναι κακοί άνθρωποι, φοβούνται. Επιτίθενται όταν σε φοβούνται. Όταν λοιπόν αυτός με είδε κάτω ήρθε από πάνω μου, δεν τον έβλεπα και καλά καλά, ήρθε από πάνω μου και άρχισε να φωνάζει και να λέει διάφορα πράγματα και καθώς δούλευε εμένα το μυαλό μου, μέσ' τα τόσα τα οποία έλεγε, -κι αυτή είναι όλη η τέχνη του γιατρού, να μπορέσει να πιάσει τι του λέει ο άλλος, να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί του- και φαίνεται ότι η πρώτη κουβέντα που του είπα, «εκάθησα κάτω» του λέω «μη φοβάσαι». Εγώ εφοβόμουν και του είπα εκείνου «μη φοβάσαι»! Αυτό όμως τον έκοψε εκείνον, τον έκοψε και εξακολουθούσε να λέει, να λέει, να λέει, αλλά όλο και έβλεπε ότι δεν υπήρχε απειλή από μένα. Φαίνεται ότι μίλαγε μ' ένα τρόπο που ήμουνα σε θέση κι εγώ κάτι να του πω, που έδειχνε ότι κάτι καταλάβαινα απ' αυτά που μου έλεγε. Αυτή η κατάσταση η περίεργη βάσταξε κάμποση ώρα, οπότε ανησύχησε ο νοσοκόμος που ήταν απ' έξω, πήγε κι έφερε κι άλλους και μ' άνοιξαν την πόρτα. Εγώ όμως εν τω μεταξύ είχα αρχίσει να επικοινωνώ μαζί του, βέβαια μπορεί να μην ήταν λεκτική επικοινωνία, υπήρχε όμως μια εξωλεκτική επικοινωνία και του λέω «έλα μαζί μου, θα πάμε στο γραφείο μου» και με ακολούθησε, άλλωστε έβγαινε έξω ο άνθρωπος. Βγαίνω έξω, μόλις όμως με βλέπουνε οι νοσοκόμοι να βγαίνω έξω, πήγαν να τον πιάσουν για να τον βάλουνε μέσα. Λέω «όχι, θάρθει μαζί μου». Αυτοί με υπακούσανε βέβαια, εν τω μεταξύ φοβόντουσαν μήπως φάνε και καμιά, και απομακρυνθήκανε.
Λοιπόν απ' όπου περνάγαμε άδειαζε ο τόπος και περνάγαμε εμείς και δεν μίλαγε κανένας. Νέκρα, όλοι φοβόντουσαν. Επροχωρήσαμε και τον έφερα στο γραφείο κι ήρθε και κάθησε στο γραφείο μου. Δεν θυμάμαι τι είπαμε, αλλά θυμάμαι ότι έδωσα εντολή να του βάλουν κρεβάτι. Του λέω «θα πας τώρα πίσω στο δωμάτιο σου». Και επήγε αυτός πίσω. Άνοιξαν όλες οι πόρτες για να πάει πίσω και πήγε στο κρεβάτι του και από τότε άρχισε μια επικοινωνία. Πήγαινα κάθε μέρα βέβαια, ερχόταν κι αυτός κάθε μέρα, τέλος πάντων αυτή η ιστορία εξελίχτηκε σιγά σιγά ώστε μέσα σε κάμποσους μήνες να έχει βελτιωθεί τόσο πολύ που τον έπαιρνα στο γραφείο μου.
Μετά από δεν θυμάμαι πάλι πόσους μήνες έγινε ο βοηθός του γραφείου μου. Ήτανε δικηγόρος αυτός κι έγινε ο βοηθός του γραφείου μου. Γιατί τότε δεν είχαμε βέβαια γραμματείς, ούτε και τώρα νομίζω έχουν, αλλά διαλέγαμε τους καλύτερους αρρώστους ιδίως άμα ξέρανε γραφομηχανή. Λοιπόν έγινε πρώτης τάξεως βοηθός μου για χρόνια και επειδή είχε και αδελφό δικηγόρο κατόρθωσα μετά και τον αποκατέστησα. Δηλαδή τον έβγαλα και πήγε και έγινε βοηθός στο γραφείο του αδελφού του. Έκανε τις δουλειές αυτές που κάνουν οι εκπαιδευόμενοι δικηγόροι. Δουλειές κλητήρα, ας πούμε."
Η φωτογραφία του Raymond Depardon και το κείμενο του ίδιου (μετάφραση: Γρ. Αμπατζόγλου) είναι από το Hellenic Photography Selections (τεύχος 3, 1991).
4 σχόλια:
εξαιρετικό psi-a : και τό κείμενο, και τό βιβλίο (είπαμε, θα τό πάρω ! ) και η δική σου ιδέα τα ανεβάζεις εδώ αυτά...
Το κουράγιο αυτού τού ανθρώπου (τού ψυχίατρου) θα'πρεπε να'ναι πιο γνωστό νομίζω στην ελλάδα, και να έχει αποτελέσει και παράδειγμα...Κι εγώ πιστεύω πως ένα καλό βήμα θα ήταν τέτοιες μαρτυρίες να διδάσκονται και στα σχολεία... Η εξοικείωση με τήν τρέλα εξανθρωπίζει - κι έχω γνωρίσει ανθρώπους που φοβούνται την τρέλα "γενικά" γιατί φοβούνται ότι ίσως είναι τρελοί οι ίδιοι ... Μύλος...
χάρη, συγκριτικά με προσπάθειες άλλων (που δεν τις ξέρει κανείς) ο άνθρωπος αυτός είναι γνωστός στο χώρο του. φυσικά, δεν έγινε και κανένας ευρύτερα γνωστός επειδή "έλυνε τρελούς" (εκτός από τον Philippe Pinel).
"Μήπως είσαι και συ τρελός, που θέλεις να βγάλεις τις αλυσίδες από τέτοια ζώα;", ήταν η ερώτηση προς τον Pinel όταν απελευθέρωνε τους αλυσοδεμένους "φρενοβλαβείς της Bicêtre" στα τέλη του 18ου αιώνα. "Έχω την πεποίθηση ότι αυτοί οι φρενοβλαβείς είναι έτσι δύστροποι, ακριβώς επειδή τους στερούμε τον αέρα και την ελευθερία", ήταν η απάντηση.
για να φτάσει στη χώρα μας η εποχή που αυτά θα διδάσκονται στα σχολεία, θα περάσουν ...αιώνες (μου φαίνεται ότι κάπου είχαμε ξανακάνει μια σχετική κουβέντα).
και σίγουρα ο φόβος για την τρέλα των άλλων, συνδέεται με το φόβο της δικής μας τρέλας.
καλό σ/κ
Είχα μερικές μέρες να περάσω από 'δω και μαζεύτηκαν πολλά. Διάβασα όλες τις τελευταίες αναρτήσεις με κομένη την ανάσα, η αντίδραση ήταν σωματική (τα παρελθοντικά βιώματα δεν είναι καθόλου παρελθοντικά). Θέλω να σου γράψω μπράβο που συνεχίζεις αυτό τον αγώνα, αλλά μετά αυτό το μπράβο μου ακούγεται γελοίο.
Τέλος πάντων, θα μεταφέρω όπου μπορώ το τελευταίο βίντεο που ανέβασες κι ελπίζω κάποτε να μην έχεις υλικό για το μπλογκ σου...
silentcrossing, και εγώ ελπίζω να έρθει η μέρα που δεν θα χρειάζεται να "φωνάζουμε" για τα αυτονόητα (και να μην έχω υλικό για το blog).
να είσαι καλά
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.