Δημοσιεύουμε επιστολή που λάβαμε από αναγνώστη του blog, ο οποίος καταθέτει τις απόψεις του για συγκεκριμένα προβλήματα που σχετίζονται με την πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και τη λειτουργία των κοινοτικών δομών. Πιστεύουμε ότι τα σημεία που θίγονται στην επιστολή παρουσιάζουν ενδιαφέρον και δίνουν αφορμή για συζήτηση:
Καλησπέρα και συγχαρητήρια για το πολύ ενδιαφέρον blog. Εργάζομαι τα τελευταία 10 χρόνια στην ψυχική υγεία και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα Ψυχαργώς. Με αφορμή το προηγούμενο άρθρο για το βιβλίο του κ. Σακέλλη, θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου άποψη για την πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης.
Πράγματι η υποχρηματοδότηση και η κακή διαχείριση των χρημάτων επέφεραν πολλαπλά πλήγματα στην πορεία της μεταρρύθμισης. Δεν θα ήθελα να σταθώ όμως ιδιαίτερα στο οικονομικό επίπεδο, αλλά στις δομές που δημιουργήθηκαν στη πρώτη φάση, τους θεσμούς που τις πλαισιώνουν και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Ξεκινώντας από τις δομές παρατηρώ ότι, οι ψυχιατρικοί ξενώνες ενήλικων έχουν γεμίσει με υπερήλικες, που πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να απορροφηθούν από ψυχογηριατρικές μιας και δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστες. Αυτό σημαίνει ότι οι ενέργειες των εργαζομένων περιορίζονται ως επί το πλείστον στη ποιότητα ζωής των ενοίκων παρά στην επανένταξη τους. Αυτό έχει συνέπειες στους νεότερους ένοικους, που έχουν την ευκαιρία επανένταξης αλλά το ατομικό τους θεραπευτικό πλάνο συγκρούεται με την λειτουργία του ξενώνα ως ψυχογηριατρική. Επιπλέον αυτού, καταλαβαίνουμε ότι οι θέσεις για νέους ανθρώπους με ψυχικά προβλήματα είναι περιορισμένες.
Η δεύτερη παρατήρηση μου έχει να κάνει με το προσωπικό. Γνωρίζουμε ότι έχουν γίνει πολλές αποχωρήσεις από τους εργαζόμενους στο πρόγραμμα Ψυχαργώς χωρίς να προβλέπεται με κάποιον τρόπο η αντικατάσταση τους. Το αποτέλεσμα είναι να συμπληρώνονται οι θέσεις του ξενώνα από προσωπικό του φορέα, τις γνωστές «κουρασμένες νοσηλεύτριες», με προϋπηρεσία 20 ετών στις ενδονοσοκομείακες κλινικές αλλά με καμία επαφή στην ψυχιατρική και ειδικότερα την αποασυλοποίηση και την επανένταξη. Είναι λογικό ότι από μέρους τους δεν υπάρχει ή υπάρχει πολύ μικρή διάθεση για την γνώση και την εξέλιξη του αντικειμένου. Ο επανενταξιακός στόχος του προσωπικού αρχίζει να παίρνει την μορφή της απλής πλήρωσης της βάρδιας και αποπεράτωσης των τετριμμένων διαδικασιών. Κατά συνέπεια η πραγματική ουσία της θεραπευτικής ομάδας, που αποσταθεροποιείται συστηματικά, δεν υφίσταται και δημιουργούνται τα μικρά άσυλα. Η ασυλοποίηση εντείνεται επίσης από τις παρεμβάσεις των νοσηλευτικών υπηρεσιών που δεν προτίθενται να κατανοήσουν το είδος της εργασίας και την αυτονομία των ξενώνων.
Όσο αφορά το θεσμικό επίπεδο, οι νόμοι που θωρακίζουν τους ξενώνες και το προσωπικό δεν τηρούνται σε αρκετούς τομείς, ενώ οι εσωτερικοί κανονισμοί που περιγράφουν το πλαίσιο αγνοούνται συστηματικά. Από ότι γνωρίζω πολλοί λίγοι ξενώνες έχουν καταθέσει τον εσωτερικό τους κανονισμό και στις περιπτώσεις που κατατέθηκε δεν τηρείται. Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, καθώς αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε υπαλλήλου εντός ή και ακόμα εκτός δομής (του φορέα) να επηρεάζει την λειτουργία του ξενώνα, τις περισσότερες φορές με ασυλικό τρόπο. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι, αν το πρώτο οικοδόμημα της μεταρρύθμισης δεν έχει ένα σταθερό πλαίσιο που να περιγράφει και να στηρίζει την λειτουργία του, οι επόμενες φάσεις ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα είναι δυστυχώς καταδικασμένες. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω, με τον κίνδυνο να γίνω δυσάρεστος, ότι η ΜΥΠΕΠ δεν κατάφερε να εκπληρώσει τον ουσιαστικό της σκοπό, αφήνοντας τους ενοίκους και προσωπικό εκτεθειμένους σε πολλά επίπεδα.
Σχετικά με την εκπαίδευση του προσωπικού, αυτή κρίνεται τουλάχιστον ελλιπής αν όχι ανεπαρκής. Υπάρχουν βέβαια ημερίδες και συνέδρια που εξυπηρετούν αυτόν το σκοπό, αλλά είναι περιορισμένες και εκ των πραγμάτων με μικρή συμμετοχή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης όμως αφορά περισσότερο τους ψυχιάτρους που αναλαμβάνουν σημαντικές θέσεις σε όλο το σύστημα της ψυχικής υγείας και της μεταρρύθμισης. Εκεί δυστυχώς φαίνεται να υπάρχει άγνοια επί του θέματος αλλά και φόβος για τις ευθύνες που πρέπει να αναλάβουν, με αποτέλεσμα η μεταρρύθμιση να βαδίζει αργά, μερικές φορές καθόλου και σε άλλες περιπτώσεις να υπάρχει πισωγύρισμα. Ο κ. Σακέλλης προτείνει την επανεξέταση των αρμοδιοτήτων των ΤΕΨΥ, ενός πολύ σημαντικού οργάνου που όμως και εκεί υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, έλλειψη εκπαίδευσης αλλά και πνεύματος ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Πριν δοθούν λοιπόν στις ΤΕΨΥ η αρμοδιότητα του αποφασίζειν θεωρώ ότι θα ήταν μια σωστή κίνηση η επιλογή των κατάλληλων συμμετεχόντων. Τα κριτήρια της επιλογής θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις ουσιαστικές γνώσεις στην μεταρρύθμιση και την αποφασιστικότητα για πραγματικές αλλαγές.
Δυστυχώς έχουμε φτάσει σε σημείο που οι ΤΕΨΥ και οι υψηλά ιστάμενοι στους ψυχιατρικούς χώρους λειτουργούν ως τροχοπέδη στην διάθεση και την ικανότητα των εργαζομένων για μεταρρύθμιση.
Κλείνοντας θέλω να προσθέσω ότι υπάρχουν πολλά ανοιχτά θέματα στις λειτουργίες των δομών και στην εισαγωγή νέων ένοικων, ένα από αυτά είναι τα κριτήρια της επιλογής που αντί για καθαρά ψυχιατρικά τα κριτήρια γίνονται κοινωνικά. Επίσης θέλω ακόμα να προσθέσω ότι το προσωπικό των δομών έχει καταβάλει τα μέγιστα ως προς την ψυχιατρική αναμόρφωση μέσα σε ένα κοινωνικά αφιλόξενο κλίμα, αντιμετωπίζοντας την θεσμική ανεπάρκεια, την δυσπιστία των φορέων, την άγνοια των υπευθύνων και τις καθημερινές δυσκολίες λειτουργίας των νεοσύστατων δομών.
Αν όντως θέλουμε να κάνουμε την ψυχιατρική μεταρρύθμιση πραγματικότητα χρειάζεται σωστός ολικός ανασχεδιασμός που θα εφαρμοστεί από εκπαιδευμένο προσωπικό που να έχει την διάθεση και την δυνατότητα να το πράξει.
Ευχαριστώ εκ των πρότερων για την ανάρτηση.
Γ.Κ.
Καλησπέρα και συγχαρητήρια για το πολύ ενδιαφέρον blog. Εργάζομαι τα τελευταία 10 χρόνια στην ψυχική υγεία και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα Ψυχαργώς. Με αφορμή το προηγούμενο άρθρο για το βιβλίο του κ. Σακέλλη, θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου άποψη για την πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης.
Πράγματι η υποχρηματοδότηση και η κακή διαχείριση των χρημάτων επέφεραν πολλαπλά πλήγματα στην πορεία της μεταρρύθμισης. Δεν θα ήθελα να σταθώ όμως ιδιαίτερα στο οικονομικό επίπεδο, αλλά στις δομές που δημιουργήθηκαν στη πρώτη φάση, τους θεσμούς που τις πλαισιώνουν και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Ξεκινώντας από τις δομές παρατηρώ ότι, οι ψυχιατρικοί ξενώνες ενήλικων έχουν γεμίσει με υπερήλικες, που πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να απορροφηθούν από ψυχογηριατρικές μιας και δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστες. Αυτό σημαίνει ότι οι ενέργειες των εργαζομένων περιορίζονται ως επί το πλείστον στη ποιότητα ζωής των ενοίκων παρά στην επανένταξη τους. Αυτό έχει συνέπειες στους νεότερους ένοικους, που έχουν την ευκαιρία επανένταξης αλλά το ατομικό τους θεραπευτικό πλάνο συγκρούεται με την λειτουργία του ξενώνα ως ψυχογηριατρική. Επιπλέον αυτού, καταλαβαίνουμε ότι οι θέσεις για νέους ανθρώπους με ψυχικά προβλήματα είναι περιορισμένες.
Η δεύτερη παρατήρηση μου έχει να κάνει με το προσωπικό. Γνωρίζουμε ότι έχουν γίνει πολλές αποχωρήσεις από τους εργαζόμενους στο πρόγραμμα Ψυχαργώς χωρίς να προβλέπεται με κάποιον τρόπο η αντικατάσταση τους. Το αποτέλεσμα είναι να συμπληρώνονται οι θέσεις του ξενώνα από προσωπικό του φορέα, τις γνωστές «κουρασμένες νοσηλεύτριες», με προϋπηρεσία 20 ετών στις ενδονοσοκομείακες κλινικές αλλά με καμία επαφή στην ψυχιατρική και ειδικότερα την αποασυλοποίηση και την επανένταξη. Είναι λογικό ότι από μέρους τους δεν υπάρχει ή υπάρχει πολύ μικρή διάθεση για την γνώση και την εξέλιξη του αντικειμένου. Ο επανενταξιακός στόχος του προσωπικού αρχίζει να παίρνει την μορφή της απλής πλήρωσης της βάρδιας και αποπεράτωσης των τετριμμένων διαδικασιών. Κατά συνέπεια η πραγματική ουσία της θεραπευτικής ομάδας, που αποσταθεροποιείται συστηματικά, δεν υφίσταται και δημιουργούνται τα μικρά άσυλα. Η ασυλοποίηση εντείνεται επίσης από τις παρεμβάσεις των νοσηλευτικών υπηρεσιών που δεν προτίθενται να κατανοήσουν το είδος της εργασίας και την αυτονομία των ξενώνων.
Όσο αφορά το θεσμικό επίπεδο, οι νόμοι που θωρακίζουν τους ξενώνες και το προσωπικό δεν τηρούνται σε αρκετούς τομείς, ενώ οι εσωτερικοί κανονισμοί που περιγράφουν το πλαίσιο αγνοούνται συστηματικά. Από ότι γνωρίζω πολλοί λίγοι ξενώνες έχουν καταθέσει τον εσωτερικό τους κανονισμό και στις περιπτώσεις που κατατέθηκε δεν τηρείται. Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, καθώς αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε υπαλλήλου εντός ή και ακόμα εκτός δομής (του φορέα) να επηρεάζει την λειτουργία του ξενώνα, τις περισσότερες φορές με ασυλικό τρόπο. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι, αν το πρώτο οικοδόμημα της μεταρρύθμισης δεν έχει ένα σταθερό πλαίσιο που να περιγράφει και να στηρίζει την λειτουργία του, οι επόμενες φάσεις ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα είναι δυστυχώς καταδικασμένες. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω, με τον κίνδυνο να γίνω δυσάρεστος, ότι η ΜΥΠΕΠ δεν κατάφερε να εκπληρώσει τον ουσιαστικό της σκοπό, αφήνοντας τους ενοίκους και προσωπικό εκτεθειμένους σε πολλά επίπεδα.
Σχετικά με την εκπαίδευση του προσωπικού, αυτή κρίνεται τουλάχιστον ελλιπής αν όχι ανεπαρκής. Υπάρχουν βέβαια ημερίδες και συνέδρια που εξυπηρετούν αυτόν το σκοπό, αλλά είναι περιορισμένες και εκ των πραγμάτων με μικρή συμμετοχή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης όμως αφορά περισσότερο τους ψυχιάτρους που αναλαμβάνουν σημαντικές θέσεις σε όλο το σύστημα της ψυχικής υγείας και της μεταρρύθμισης. Εκεί δυστυχώς φαίνεται να υπάρχει άγνοια επί του θέματος αλλά και φόβος για τις ευθύνες που πρέπει να αναλάβουν, με αποτέλεσμα η μεταρρύθμιση να βαδίζει αργά, μερικές φορές καθόλου και σε άλλες περιπτώσεις να υπάρχει πισωγύρισμα. Ο κ. Σακέλλης προτείνει την επανεξέταση των αρμοδιοτήτων των ΤΕΨΥ, ενός πολύ σημαντικού οργάνου που όμως και εκεί υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, έλλειψη εκπαίδευσης αλλά και πνεύματος ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Πριν δοθούν λοιπόν στις ΤΕΨΥ η αρμοδιότητα του αποφασίζειν θεωρώ ότι θα ήταν μια σωστή κίνηση η επιλογή των κατάλληλων συμμετεχόντων. Τα κριτήρια της επιλογής θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις ουσιαστικές γνώσεις στην μεταρρύθμιση και την αποφασιστικότητα για πραγματικές αλλαγές.
Δυστυχώς έχουμε φτάσει σε σημείο που οι ΤΕΨΥ και οι υψηλά ιστάμενοι στους ψυχιατρικούς χώρους λειτουργούν ως τροχοπέδη στην διάθεση και την ικανότητα των εργαζομένων για μεταρρύθμιση.
Κλείνοντας θέλω να προσθέσω ότι υπάρχουν πολλά ανοιχτά θέματα στις λειτουργίες των δομών και στην εισαγωγή νέων ένοικων, ένα από αυτά είναι τα κριτήρια της επιλογής που αντί για καθαρά ψυχιατρικά τα κριτήρια γίνονται κοινωνικά. Επίσης θέλω ακόμα να προσθέσω ότι το προσωπικό των δομών έχει καταβάλει τα μέγιστα ως προς την ψυχιατρική αναμόρφωση μέσα σε ένα κοινωνικά αφιλόξενο κλίμα, αντιμετωπίζοντας την θεσμική ανεπάρκεια, την δυσπιστία των φορέων, την άγνοια των υπευθύνων και τις καθημερινές δυσκολίες λειτουργίας των νεοσύστατων δομών.
Αν όντως θέλουμε να κάνουμε την ψυχιατρική μεταρρύθμιση πραγματικότητα χρειάζεται σωστός ολικός ανασχεδιασμός που θα εφαρμοστεί από εκπαιδευμένο προσωπικό που να έχει την διάθεση και την δυνατότητα να το πράξει.
Ευχαριστώ εκ των πρότερων για την ανάρτηση.
Γ.Κ.