Πέρυσι τον Ιούνιο, το Κέντρο Ημέρας “Βαβέλ” οργάνωσε μια ημερίδα με τίτλο “Διασχίζοντας Σύνορα: Διαιώνιση ή φροντίδα του τραύματος;”.
Ένα χρόνο αργότερα, η κυβέρνηση αποφάσισε τη δημιουργία “κέντρων υποδοχής παράνομων μεταναστών". Οι χώροι που εξετάζονται, εγκαταλειμμένα στρατόπεδα, βρίσκονται εκτός κατοικημένων περιοχών. Παρόμοιοι χώροι έχουν “υποδεχτεί” διάφορες ομάδες ανθρώπων στο παρελθόν και εκεί έχουν γραφτεί κάποιες από τις πιο μαύρες σελίδες της Ελληνικής ιστορίας.
Δεν γνωρίζουμε πως αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την “υποδοχή”. Σύμφωνα με το λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, η “υποδοχή” είναι: 1. η φιλοξενία ή/και η απόδοση τιμών σε προσκεκλημένο ή επισκέπτη σύμφωνα με τους τύπους και τα έθιμα 2. ο χώρος ή το τμήμα κτηρίου στο οποίο δέχεται κανείς ξένους 3. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει κανείς κάτι καινούργιο Αν κρίνουμε από τα δεκάδες σχετικά δημοσιεύματα, στα οποία διαβάζουμε για άγριες νύχτες, επιχειρήσεις “σκούπα”, εφόδους, σαφάρι εντοπισμού μεταναστών και συλλήψεις, φαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει η τρίτη ερμηνεία της λέξης “υποδοχή”, δηλαδή ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει κανείς κάτι καινούργιο. Την πρώτη ερμηνεία την αποκλείουμε γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί η “σκούπα” και το “σαφάρι” μέρος της απόδοσης τιμών, σύμφωνα με οποιουσδήποτε τύπους και έθιμα. Τη δεύτερη ερμηνεία την αποκλείουμε γιατί αναφέρεται σε χώρους που δέχεται (και όχι μεταφέρει βίαια) κανείς τους ξένους.
Με όλα αυτά θα θέλαμε (μόνο) να υπογραμμίσουμε ότι αυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες για τους μετανάστες και κυρίως αυτά που θα ακολουθήσουν, με τη λειτουργία των “κέντρων υποδοχής”, τελικά θα δείξουν τον τρόπο και τη διάθεση με την οποία αντιμετωπίζουμε το καινούργιο.
Είναι όμως κάτι καινούργιο το θέμα της μετανάστευσης για τον Έλληνα; Φυσικά όχι. Επίσης, γνωρίζουμε τον τρόπο και τη διάθεση με την οπαία αντιμετωπίστηκαν οι Έλληνες μετανάστες, σε πολλά μέρη του κόσμου. Μια ματιά στο “Όταν οι Έλληνες ήταν μαύροι”, για τους Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ και στο “Οι ανεπιθύμητοι Έλληνες”, για τους Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, μας δίνει μια εικόνα.
Επιστημονικές έρευνες για τους γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους έχουν δείξει ότι συνήθως και οι ίδιοι έχουν κακοποιηθεί από τους δικούς τους γονείς και κακομεταχειρίζονται τα παιδιά τους με τον τρόπο που κακομεταχειρίστηκαν και τους ίδιους. Συχνά, το παιδί λειτουργεί ως “αποδιοπομπαίος τράγος”, προς το οποίο στρέφεται η επιθετικότητα των γονιών.
Ας το σκεφτούμε σε επίπεδο λαών και, επιστρέφοντας στην περυσινή ημερίδα του Κέντρου Ημέρας “Βαβέλ”, ας σκεφτούμε και την απάντηση στο ερώτημα που θέτει. Έχουμε, τελικά, την ικανότητα να φροντίσουμε το τραύμα (το δικό μας και του “άλλου”) ή θα το διαιωνίσουμε;
Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μια μικρή ιστορία, από τα κείμενα της ημερίδας, για τη σχέση της κας Μοσχούλας με τον κο Καραφίλ (και όχι για τη σχέση μιας Ελληνίδας με έναν Αλβανό).
“Η κυρία Μοσχούλα και ο Ιταλός” του ηθοποιού Καραφίλ Σένα:
Λοιπόν τις ιστορίες αυτές όταν τις ζεις είναι εντελώς αλλιώς. Όταν τις βλέπεις μετά από δώδεκα-δεκατρία χρόνια κάπου φιλτράρονται μερικά πράγματα, χάνονται στο δρόμο. Εμένα τον Γενάρη του 1993 κάποιος φίλος μου λέει “έλα εδώ σου έχω βρει ένα σπίτι”. Και πού ήταν το σπίτι; στο Κολωνάκι. Αλλά εγώ δεν ήξερα με τίποτα τι σημαίνει Κολωνάκι.
Οι πρώτες κουβέντες µε τους ντόπιους, με διάφορους ανθρώπους, ήταν “από που είσαι αγόρι μου;”, “από την Αλβανία”. “Ναι, και που μένεις;” “Στο Κολωνάκι”. “Μπράβο, αγόρι μου”. Εγώ συνήθως δεν μπορούσα να καταλάβω το μπράβο, τι είχα κάνει, τι ηρωισμός. Τέλος πάντων, ο Αλέξανδρος, ήταν φίλος μου, Βορειοηπειρώτης και ήμασταν φίλοι από κει, μου λέει “έλα εδώ, είναι μια γκαρσονιέρα εδώ ανάμεσά μας”.
Δηλαδή η γκαρσονιέρα ήταν κάτω, υπόγειο, και τότε ο Αλέξανδρος έμενε με μια κοπέλα, την Λίτσα, κι από τη δεξιά μεριά ήταν η κυρά Μοσχούλα, εγώ ήμουνα στη μέση. Τον κοινό χώρο τον είχαμε μαζί, είχαμε μια αυλή φοβερή, αυλή με λουλούδια, τα προσέχαμε. Το θέμα είναι, λέει η Λίτσα, ότι “κοίταξε να δεις, δε θα πεις πουθενά ότι είσαι Αλβανός”.
Της λέω, γιατί; “Γιατί”, μου λέει, “η πολυκατοικία θα μαζέψει υπογραφές και θα σε διώξουνε”. Της λέω εγώ, “γιατί;” Αλλά με το “γιατί” τι να μου πει η Λίτσα; “Θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε θα πεις πουθενά ότι είσαι Αλβανός”. Κι από που είμαι; Βορειοηπειρώτης δεν πήγαινε, είχαν γίνει πάρα πολλοί Βορειοηπειρώτες τότε και αποφασίσαμε τελικά να με βαφτίσουν Ιταλό. Δηλαδή Ιταλός από το Μπρίντεζι, ούτε από το βορρά της Ιταλίας, δεν γινόταν.
Τέλος πάντων, και με το κούρεμα που κάναμε, ένα μοντέρνο κούρεμα, τίποτα δεν γινόταν αυτό το πράγμα, και έμεινα δηλαδή στη Νότια Ιταλία, μέχρι εκεί πήγαινε. Σε αυτό το θέμα υπάρχουν χιλιάδες ιστορίες, αλλά θα μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα. Το πρόβλημά μας ήταν ότι η κυρά Μοσχούλα που ήταν δεξιά μου δεν έπρεπε να το μάθει το μυστικό αυτό, γιατί τη θεωρούσαν επικίνδυνη επειδή μπορούσε να φανερωθεί το μυστικό και να γίνει το κακό.
Λοιπόν περνάγανε οι μέρες, οι μήνες, έβγαινα εγώ, πήγαινα για δουλειά, με το που έκλεινα την πόρτα η κυρά Μοσχούλα µου έλεγε “φίλε φεύγεις;” “Φεύγω κυρά Μοσχούλα”. “Πότε θα γυρίσεις;” “Δεν ξέρω κυρά Μοσχούλα, θα δούμε, µία-δύο”. “Καλά αγόρι μου”. Έφευγα εγώ και γύρναγα µιάµιση-δύο η ώρα τη νύχτα, με το που έβαζα το κλειδί στην πόρτα η κυρά Μοσχούλα μου έλεγε “έφτασες φίλε;” “Έφτασα κυρά Μοσχούλα”. “Πώς είσαι αγόρι μου;”
Αλλά όλος αυτός ο διάλογος ήταν με έναν τοίχο, δηλαδή ποτέ δεν είχα μπει στο σπίτι της, ποτέ δεν είχε μπει αυτή στο σπίτι μου. Η κυρά Μοσχούλα, χωρίς παρεξήγηση, ήταν περίπου στα εξήντα τρία με εξήντα πέντε. Πολλές φορές πίναμε καφέ στην αυλή μας και γινόταν αυτό, περνάγανε οι μέρες, το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, στην εβδομάδα, δύο με τρεις φορές η κυρά Μοσχούλα με το που έβαζα το κλειδί μου έλεγε “φεύγεις;” Κι όταν γύρναγα μου έλεγε “γυρνάς;” “Ναι, γυρνάω”. Κι αυτή κοιμόταν μια χαρά.
Μετά από καιρό η Λίτσα φεύγει μαζί με τον Αλέξανδρο, αλλάζουν σπίτι κι εγώ μένω μόνος μου µε την Μοσχούλα. Λοιπόν έβγαινα στο δρόμο, με όλη τη γειτονιά εκεί πέρα είχαμε αποκτήσει γνωριμίες, εγώ ήμουνα ο Ιταλός, δηλαδή όποια ομάδα της Ιταλίας -η Γιουβέντους, η Μίλαν- αν έχανε, μου κάνανε χειρονομία “Ιταλέ” κι εγώ, εντάξει, θα δεχόμουνα την ήττα τότε.
Αλλά, να σας πω την αλήθεια, με έτρωγε κάθε μέρα που εγώ δεν είχα ταυτότητα και προσπαθούσα και πού να το πω; Με την κυρά Μοσχούλα ήταν αυτή η σχέση η πάρα πολύ καλή, πίναμε καφέ, ένα απόγευμα αποφάσισα ότι θα το πω. Βγαίνουμε έξω, η κυρά Μοσχούλα ήταν στην αυλή, βγαίνω κι εγώ, “τι κάνεις”, “καλησπέρα”, “καλησπέρα”. “Θέλεις καφέ;” “Ναι”. Σηκώνεται μου φτιάχνει έναν καφέ στο σπίτι της και τον βάζει στο τραπέζι.
Ένοιωθα αμηχανία γιατί δεν ήξερα πώς να ξεκινήσω την κουβέντα. “Τι έχεις” μου λέει, “τίποτα”. “Τίποτα, τίποτα;” “Τίποτα, τίποτα”. “Κυρά Μοσχούλα”, της λέω, “κοίταξε να δεις, θέλω να σου πω κάτι”. “Πες το αγόρι μου” μου λέει. “Κοίταξε, χωρίς παρεξήγηση, αλλά θέλω να σου πω κάτι που δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσεις, αλλά εγώ δεν μπορώ πια, θα το πω”. “Πες το αγόρι ρου, τι είναι”; Και είχα το χέρι επάνω στο τραπέζι και ξεκινάω να της πω “κοίταξε κυρά Μοσχούλα, εγώ δεν είμαι Ιτ...” Δεν είχα τελειώσει ακόμα το ταυ κι αυτή μου πιάνει το χέρι και μου λέει “το ξέρω αγόρι μου, το ξέρω”. Αυτή ήταν η ιστορία.
4 σχόλια:
Καλή σου μέρα psi-a,
τι ωραία ιστορία ήταν αυτή;
Να συγχαρώ (από μακριά) τον "Καραφίλ Σένα" για τον τρόπο που έχει να αφηγείται...
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα, και στην χώρα αυτή, Μοσχούλες - αλλά πρέπει να'σαι τυχερός για να τις βρεις φοβάμαι. Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι με το κλίμα που'χουν δημιουργήσει όλοι τους, τριγύρω, οι άνθρωποι σαν την κυρία Μοσχούλα και να υπάρχουν, ούτε φαίνονται ούτε ακούγονται. Στην παρανομία κι αυτοί.
Ας μην χαλάσω την (παρηγορητική) αίσθηση που μού δημιούργησε αυτό το κείμενο σχολιάζοντας την μικρόνοια και την μικροψυχία αυτού τού κράτους. Να σού πω μόνο κάτι: Στα τέλη τού '70 ήρθα σε επαφή μέσω φίλων με έναν μετανάστη από την Πολωνία: γιος πολιτικού πρόσφυγα από κει ήταν, και ξαναγυρνούσε μόνος του "στα πάτρια". Διηγόταν για τα στρατόπεδα "υποδοχής" στην Αυστρία, και όλα αυτά που είδε και πέρασε ώσπου να φτάσει εδώ - και σχολιάζαμε τότε με αηδία τον ρατσισμό τής δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας: θεωρούσαμε αυτονόητο (είχαμε ακόμα τις δέουσες παραισθήσεις ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, περί τού) ότι "εμείς οι έλληνες είμαστ' αλλιώς".
Να μη σού πω τί μάθημα ήταν - για μένα δηλαδή - όταν άρχισα να βλέπω μετά από καμιά δεκαετία - που γίναμε και μεις "σοσιαλδημοκρατία" και "δύση" και χώρα "υποδοχής" μεταναστών - ότι δεν υπάρχει τίποτα "αλλιώς" σε επίπεδο γενικά και συνολικά "λαών" - και ότι να ψάχνουμε να βρίσκουμε - (στον εαυτό μας αν γίνεται) και γύρω μας - μόνο για να σώσουμε ό,τι μπορεί να περισωθεί - τις κυρίες Μοσχούλες...
Χάρη γειά σου,
όλα τα κείμενα της ημερίδας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε κάποια από αυτά αποτυπώνονται τραγικές ανθρώπινες ιστορίες, τις οποίες όλοι (λίγο ή πολύ) έχουμε ακούσει ή διαβάσει.
Επέλεξα αυτή, γιατί δεν πιστεύω ότι συνολικά έχουμε την ικανότητα να λειτουργήσουμε με νοιάξιμο για τους ανθρώπους (νομίζω ότι στην εισαγωγή εξηγώ το λόγο).
Η κυρία στο κείμενο είναι μια παρηγοριά (όπως γράφεις). Δεν διώχνει τον "ξένο" και δεν το κάνει (όπως φαντάζομαι) λόγω κάποιου ιδεολογικού προσανατολισμού ή επειδή είναι στην αντιπολίτευση ή για να διαφημίσει στον τύπο τη στάση της προς τους μετανάστες. Τον προστατεύει με έναν απλό και ανθρώπινο τρόπο. Μια διάσταση που έχουμε ξεχάσει.
Κάτι άλλο που έχει ενδιαφέρον, είναι ότι όταν γνωρίσουμε κάποιον με το όνομά του και όχι ως μέλος μιας ομάδας που μας "απειλεί" (μετανάστης, ψυχικά ασθενής, πρωην φυλακισμένος κ.α), μπορούμε να απαλλαγούμε από τις προκαταλήψεις.
Έχουμε πολλά παραδείγματα κατοίκων που αντέδρασαν έντονα (και βίαια) όταν ενημερώνονταν για την εγκατάσταση ενός ξενώνα ψυχικά ασθενών στη γειτονιά τους. Οι ίδιοι άνθρωποι, γνωρίζοντας τους ενοίκους των ξενώνων, σιγά σιγά άλλαζαν στάση και λειτουργούσαν διαφορετικά (μέχρι που βοηθούσαν εθελοντικά στη συνέχεια).
Μπορεί, λοιπόν, οι κυρίες Μοσχούλες (μέσα μας και γύρω μας) να μην μπορούν να σώσουν την κατάσταση, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι κάθε ένας άνθρωπος που γλυτώνει από την κόλασή του (μας) αξίζει την προσπάθεια.
Για τις δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες πολλά λέγαμε, αλλά μου φαίνεται ότι θα μεταναστεύσουμε και εμείς εκεί στο τέλος.
Ο Καραφίλ είναι πραγματικό πρόσωπο και είναι ηθοποιός αλλά επειδή έχει και να ζήσει δουλεύει (χωρίς σαν) σερβιτόρος στο εστιατόριο "Γιάντες" (http://archive.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=30.01.2005,id=54106784). Ευτυχώς που υπάρχουν σε αυτή τη χώρα Μοσχούλες, δυστυχώς όμως δεν είναι αρκετές για να αλλάξουν τα πράγματα (http://indy.gr/other-press/den-tha-brabeyteis-pote-albane-albane). Και εις άλλα με υγεία...
Α, το ξέρω αυτό το εστιατόριο, κάποτε είμαστε τακτικοί του πελάτες με μια παρέα φίλων (η μία ήταν κι αυτή ηθοποιος) και ίσως τον έχω συναντήσει τον Καραφίλ!
(Τό κόψαμε από στέκι εδώ και καιρό πάντως γιατί μάς απογοήτεψε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά τού μαγαζάτορα)
Πάντως ο Καραφίλ εκτός όλων τών άλλων γράφει και καλά!
psi-a για το ότι θα μεταναστεύσουμε κι εμείς στο τέλος...πολύ σωστό, τα 'παμε και αλλού...(όρα και silent!)
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.